Θυμάσαι τις νύχτες του Αυγούστου, 1948-1955, που μαζεύανε το αραποσίτι; Τα χέρσα τώρα χωράφια ήταν κάποτε αγροί όπου καλλιεργούσανε στάρι και αραποσίτι. Τον Αύγουστο δεν ήταν η εποχή της συγκομιδής; Τον Σεπτέμβρη τρυγούσαμε τα αμπέλια. Τον Αύγουστο μαζεύμαε τα αραποσίτια. Θυμάσαι που μαζεύονταν άντρες και γυναίκες στα αλώνια; Και ξενυχτούσαν με πυροφάνια συλλέγοντας και καθαρίζοντας τα αραποσίτια. Πρώτα της μιας οικονένειας, μετά της άλλης, μετά της άλλης, όλοι μαζί, μια κοινότητα. Λέγοντας ιστορίες, κάνοντας αστεία, υπονοούμενα, και αυτοσχέδια τραγούδια. Με αλληλεγγύη. Με την χάρη της αλληλοβοήθειας. Βέβαια οι καταστολές των επιθυμιών και των συναισθημάτων ήταν καθεστώς σε μια αγροτική κοινότητα. Ήταν αιτία και αποτέλεσμα φόβου των ορμών. Αλλά εμείς δεν κρυφακούγαμε τα ζευγάρια; Δεν τολμούσαμε; Δεν παίζαμε; Τα μικρά παιδιά τα μάζευαν στην άκρη κάτι γιαγιάδες και τα κάθιζαν στους όχθους. Και όλο ιστορίες για διαμόνους μας έλεγαν. Θυμάσαι αυτό το φως από τις λάμπες εκείνες τις μαγευτικές νύχτες του Αυγούστου; Το φως που άναβε την επιθυμία να γνωρίσουμε. Και τον φόβο. Την λαχτάρα. Και την κατάφαση της ζωής. Βέβαια δεν ήταν τότε όλα καλά και τώρα είναι όλα άσχημα.
Αλλά τότε είχαμε αλώνια, αγορές, τρύγους, γιορτές όπου συναντούσαμε ο ένας τον άλλο. Πώς κατακερματίστηκε ο κοινωνικός μας ιστός;
No comments:
Post a Comment