Thursday, May 24, 2007

Το σπίτι του παπα-Σωτήρη που λέγαμε




Σε αυτό το σπίτι ζούσε ο παπα-Σωτήρης μέχρι τον θάνατό του το 1952. Το σπίτι αυτό το ανέλαβε το εκκλησιαστικό συμβούλιο μετά το 1957 που το πούλησε ο γιος του ο Πέτρος που μετανάστευσε και αυτός στην Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει μόνιμος παπάς στην Ράχωβα. Και έτσι το σπίτι δεν έχει μόνιμο κάτοικο. Το εκκλησιστικό συμβούλιο κάνει φιλότιμες προσπάθειες να το αναλάβει ο εγγονός του παπα-Σωτήρη γιατί θα γίνει χωράφι αν δεν το αναλάβει κανείς.

Μοντέρνα ωραία χωριά κατασκευάζονται παντού από κατασκευαστές σε όλες τις ακτές και τις πλαγιές της Ελλάδας, αλλά μοιάζουν με σκηνικό, δεν είναι αληθινά πραγματικά χωριά, όπως η Ράχωβα, όπου το κάθε σπίτι έχει στρώματα ιστορίας με ίχνη μνήμης, ονόματα, και απολιθώμτα ήχων από την βροχή που πέφτει πάνω στο χαγιάτι, και από ανθρώπινες φωνές που ακόμα ακούγονται.

Ας τις ακούσουμε όπως τις βρήκε-δημιούργησε ο Γιώργος Σεφέρης (Ο Βασιλιάς της Ασίνης)...
......................
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δύο χρόνια
τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ΄όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της, κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα,
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό απ' την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
'Ασίνην τε... Ασίνην τε..."
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσμτα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήμα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ' ένα άφαντο λιμάνι,
κάτω από την προσωπίδα ένα κενό.
......................
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλο που παρασέρνει
ο χείμαρος του ήλιου
με τ' αρχαία μνημέια και τη σύγχρονη θλίψη.
......................
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι ανα-
ρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με
την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πί-
κρας παντοτινής
Ο ποιητής ένα κενό.
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαϊτα πάνω στο σκουτάρι:
Ασίνην τε Ασίνην τε..." Να 'ταν αυτή ο βασιλιάς της
Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρό-
πολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω
στις πέτρες.

Friday, May 11, 2007

Δικαιώματα μνήμης


Στο ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ, Παλαιά και Νέα Τοπωνύμια (Γ.Α. Πικούλας, HOROS, Η Μεγάλη Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2001) σε ένα σημείο (σελ. 80) αναφέρεται ένα χωριό Αράχοβα, Aracova, Ter. Corinto. Σε άλλο σημείο αναφέρεται (σελ. 150) ως Αράχοβα, Ράχοβα, Αragova, Ter. Callavritta. (Παναγιωτόπουλος, σελ. 243,269.292, Απογραφή Grimani 1770, Βενετία, Archivo di Stato).

Ως βιβλιογραφικές αναφορές παρατίθενται οι:
1. Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Ιστορικό Αρχείο, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1985 (σελ. 243, 269,292)
2. Ε. Γ. Σκιαδάς, Ιστορικό Διάγραμμα των Δήμων των Ελλήνων, 1833-1920, Αθήνα 1993 (σελ. 244)
3. Εμ. Ι. Νουχάκης, Ελληνική Χωρογραφία, 1901.
4. ΚΕΔΚΕ

Στις έρευνες του Παναγιωτόπουλου φαίνεται πως στην Πελοπόννησο ορισμένα χωριά ερημώνονταν και άλλα αύξαναν τον πληθυσμό τους καθώς και νέοι οικισμοί δημιουργούντο όχι λόγω καταστροφών αλλά λόγω της δυναμικής των αλλαγών της αγροτικής οικονομίας.

Το 1836 (ΦΕΚ 80 28/12/1836) στην απόφαση με τον τίτλο ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ αναφέρεται το χωριό μας με το εξής όνομα: Οικισμός Ράχοβα, Δήμος Φελλόης, Διοίκηση Κυλληνίας. Άλλες φορές αναφέρεται ως Ράχωβα. Στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου που έκτισε ο Πατριάρχης Ιεροσύλων Δοσίθεος (1706) αναφέρεται ως Αράχωβα και έτσι την έλεγαν οι κατοικοί της. Έλεγαν, είμαστε Αραχωβίτες. Το όνομά μας είναι η καταγωγή μας.

Ο Σπύρος Νικολόπουλος (Μαθηματικός από το Περιστέρι, μέλος της φιλικής μας εταιρίας) μας έστειλε τις εξής πληροφορίες:

Μια πιθανή ετυμολογία του ονόματος Ράχωβα περιλαμβάνει την σύνθεση των λέξεων... [1] η Ράχις (Ράχη) που σημαίνει 'παν το προσομοιάζον προς ράχιν (ραχοκοκκαλιά) κατά το σχήμα, όπως π.χ. ράχις όρους, οροσειρά', και [2] η Ωβά που σημαίνει 'εν τη λακωνική υποδιαίρεσις των τριών φυλών εν Σπάρτη, ερμηνευόμενη δια του 'κώμη' παρ' Ησυχίω και αντιστοιχούσα προς την παρ. αττ. φρατρίαν'. [Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης Ιωάν. Σταματάκου, Βιβλιοπρομηθευτική, Αθήνα 1990]. Ράχωβα (ράχις + ώβά ): Μια κώμη που ένωσε τους μικρούς οικισμούς, «τας ώβάς», που αναπτύχθησαν στις ράχες του βουνού (Ραχόβουνου).

Ενδιαφέρον έχουν οι συνειρμοί από τα αρχαία ελληνικά όπου το 'Αρα' σημαίνει προσευχή, ευχή, κατάρα. Στα δε ισπανικά 'Ara' σημαίνει βωμός, και 'covacha' σημαίνει τρώγλη.

Ενδιαφέρον έχει ή αναφορά του Β. Πλασσαρά στο επώνυμο Μούρτσινοι. Ήλθαν από την Μάνη να εγκατασταθούν στην Αράχωβα. Αυτοί ονομάσθησαν Μιχαλέοι. Οι Μανωλόπουλοι πριν ελέγοντο Μιχαλόπουλοι.

Σημασία πρέπει να έχουν τα επώνυμα που έδωσαν τις ονομασίες τους στις γεννιές: Ρουπιάνικα, Ισπανιάνικα, Σκαρπετέϊκα (Το επώνυμο του Πατριάρχη Δοσίθεου), Λυμπερέϊκα, Ραλέϊκα, Μιχαλέϊκα, κλπ. Ποιός θα τα μελετήσει; Πώς να τα μελετήσει κανείς;

Η μελέτη των επωνύμων μας βοηθά να κατανοήσουμε την κοινωνική οργάνωση και τον πολιτισμό ενός λαού (Λευτέρης Αλεξάκης, Δ/ντής στο Κέντρο της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών).

Στη συγγραφή 'ΒΙΟΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΞΩΘΕΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΑΜΕΝΩΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, Συγγαρεφέντες μεν υπό Φωτίου Χρυσανθοπούλου ή Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη, Εκδοθέντες δε υπό Σατύρου Ανδροπούλου Αεροπαγίτου, Εν Αθήναις, Εκ του τυπογραφείου Π.Λ. Σακελλαρίου 1888), ο συγγραφεύς αναφέρει 'τους παραλειφθέντες εις την ιστορίαν του Σ. Τρικούπη άνδρας 'όλης της Πελοποννήσου'. Εδώ αναφέρεται στο επώνυμο Μόυρτσινοι, που ήταν καπετανέοι, αλλά δεν λέει αν ήλθαν οι Μούρτσινοι στην Βόρεια Πελοπόννησο.

Στην Μάνη δεν υπάρχει τόπος Μούρτσια από όπου να πήραν το όνομά τους οι Μούρτσινοι. Στην Ισπανία όμως υπάρχει επαρχία Murcia. Ήλθαν πειρατές Ισπανοί στην Πελοπόννησο;
Το επώνυμο Murcinni υπάρχει τώρα στην Τουρκία, στην Σικελία, και στην Σαρδηνία. Από την Σικελία και την Σαρδηνία ήλθαν μετά τον διωγμό τους (από όλα τα Ισπανικά εδάφη και τις Ισπανικές κατακτήσεις) από την Ιερά Εξέταση, το 1492, οι πρώτοι Εβραίοι στην Πάτρα και σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου που μόλις είχαν καταχτηθεί από τους Τούρκους.

Ποια είναι η ετυμολογική ρίζα της λέξης Μούρτσια; Η καταγωγή μας είναι οι λέξεις, το νόημά τους και οι ρίζες τους.

Οι Αραχωβίτες όπου και να βρίσκονται αισθάνονται υπερήφανοι για την παράδοσή τους. Κρατούν τα δικαιώματα μνήμης από γενιά σε γενιά ως δικαιώματα νομιμότητας και ταυτότητας. Είναι αφοσιωμένοι, με βαθιά αγάπη για τον τόπο τους, με τρόπο ανεξήγητο.

Για του Έλληνες, σε αντίθεση με του Ιουδαίους, η ιστορία είναι σημαντική διότι σχετίζεται με το μέλλον, συνιστά παράδειγμα για την κατανόηση του άγνωστου. Δεν άρχιζαν την ιστορία τους από καταβολής κόσμου και δεν αισθάνονταν υποχρεωμένοι να μεταδίδουν μια αληθινή αφήγηση του τι συνέβη από γενιά σε γενιά. Αναγνώριζαν ότι το τι ήταν αληθινό ήταν αβέβαιο και προς έρευνα, αφού υπήρχαν διαφορετικές εκδοχές για το ίδιο γεγονός. Τους άρεσε η ιστορία αλλά ποτέ δεν την έκαναν θεμέλιο της ζωής τους. Ποτέ όμως δεν έχασαν το ενδιαφέρον τους για την ιστορία. Την μετέδιδαν ως μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς τους (Momigliano, A., 1990, The Classical Foundations of Modern Historiography, the Regents of the University of California, Τα Κλασσικά Θεμέλια της Σύγχρονης Ιστοριογραφίας, Μετάφραση: Στ. Θ. Κατσουλάκος, Μ. Κοκολάκης, 2006, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη).