Κατά την περίοδο της δουλείας στη Ράχωβα αναδείχτηκαν κάποιες οικογένειες, τα μέλη των οποίων έδρασαν και διέπρεψαν στους επιστημονικούς, εμπορικούς, και εκκλησιαστικούς κύκλους. Για τις επιφανείς οικογένειες μέχρι τη Β΄ Τουρκοκρατία δε διαθέτουμε πληροφορίες. Τα τοπωνύμια μπορούν να μας δώσουν κάποια στοιχεία, αλλά αυτά δε μπορούν να μαρτυρήσουν παρά μόνο τα ονόματα.
Η παραχώρηση του προνομίου της αυτοδιοίκησης από τους Τούρκους κατακτητές άνοιξε το πεδίο δράσης σε πολλούς φιλόδοξους άνδρες, οι οποίοι εκλέγονται δημογέροντες στα χωριά τους. Όσοι διέθεταν περισσότερες ικανότητες κατόρθωναν να εκλεγούν προεστοί, μοραγιάνηδες και βεκίληδες. Τα ανώτερα αξιώματα, που μαρτυρούν την ισχύ αυτών των ανδρών, κατέληξαν να γίνουν σχεδόν κληρονομικά. Πέραν τούτου πολλοί Ραχωβίτες διέπρεψαν στους εκκλησιαστικούς κύκλους, ο αριθμός των κληρικών, που κατάγονται από τη Ράχωβα και τη γύρω περιοχή προκαλεί εντύπωση. Πολλοί απ’αυτούς μάλιστα έφτασαν μέχρι τα ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα.
Η αιτία του φαινομένου αυτού πρέπει να αναζητηθεί στον αγώνα επιβίωσης και επιμόρφωσης, που διέπει τους Έλληνες. Μη δυνάμενοι να εκφραστούν και να δράσουν στον πολιτικό, επιστημονικό και πολιτιστικό τομέα, βρήκαν διέξοδο στη μοναδική ευκαιρία εκείνης της εποχής – τον εκκλησιαστικό βίο. Ως κληρικοί, πολλοί από αυτούς ταξίδεψαν και μορφώθηκαν σε γνωστά επιστημονικά κέντρα της εποχής όπου ασχολήθηκαν με τη μελέτη διάφορων επιστημών. Οι επιδόσεις τους στις επιστήμες μάς εντυπωσιάζουν, ιδιαίτερα την εποχή εκείνη που ελάχιστος απλός κόσμος ήταν έστω στοιχειωδώς μορφωμένος. Ιδιαίτερα διακρίθηκαν λόγιοι και κληρικοί προερχόμενοι από τη Ράχωβα και τη Μονή Περιθωρίου, η οποία βρίσκεται κοντά στο χωριό. Η Μονή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου ιδρύθηκε περίπου στις αρχές του 17ου αιώνα, και υπήρξε σπουδαίο θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής.
Μία από της σημαντικότερες πηγές απ’ όπου αντλούμε πληροφορίες για τη δράση των επιφανέστερων οικογενειών είναι ο κώδικας του Εμμ. Σκαρπέτη (1748-1795;), ο οποίος σήμερα βρίσκεται στη Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας.
Μία από της σημαίνουσες οικογένειες στην περιοχή ήταν οι Σκαρπεταίοι της Ράχωβας. Το παλαιότερο, γνωστό μέλος της, Νικόλαος Σκαρπέτης, πατέρας του πατριάρχου Δοσίθεου, ήταν έμπορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πέθανε το 1649. Από την οικογένεια Σκαρπέτη κατάγονται πολλοί κληρικοί, οι οποίοι διακρίθηκαν κατά την περίοδο της δουλείας.
Ισπαναίοι (Σπαναίοι)– η οικογένεια αυτή αριθμεί κατά την περίοδο της δουλείας πολλούς κληρικούς, επιστήμονες και λογίους, στους οποίους αναφερόμαστε παρακάτω.
Αβέρκιος Σπανός ιερομόναχος, είναι γνωστός από τη σημείωση στον κώδικα που προέρχεται από το Μέγα Σπήλαιο. Η σημείωση αυτή τοποθετείται χρονολογικά στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αι. «Τω παρών βηβλήων ειπάρχη αιμού αβερκύου θαιρο/μοναχου κ(αι) ωγηος το παρη αςσηναι σηνχορημαι/νος. Ηθελα να το ηπό αλαίως μα δεν το λαιο μα/ας το ηξευρη κ(αι) αν χη άλο ω δουλως ω ταπυνος / αβέρκυος ηερομοναχος αραχοβήτης σπανός κ(αι) / δούλος τις κυριας χρισοπειλαιοτισας.»
Αθανάσιος επίσκοπος Κερνίτσης (οικογ. Σπανών) πιθανόν να ταυτίζεται με τον Αθανάσιο πρώην Ωλένης. Αν και δεν αναφέρεται στους καταλόγους επισκόπων Κερνίτσης, αναφέρεται ως «πρώην Κερνίτζης» στο Κτητορικόν της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων περίπου το 1764.
Αθανάσιος και Εμμανουήλ, ανίψια του Παρθενίου Ισπαναίου, «κατά πάσαν τέχνην, επιστήμη ντε και Θεολογίαν άριστοι χρηματίσαντες» (Εμμ. Σκαρπέτης). Ο πρώτος είναι γνωστός ως μοναχός, και ο δεύτερος ως σπουδαστής στην Κωνσταντινούπολη και ύστερα στο Βουκουρέστι, όπου άσκησε ιατρική. Απεβίωσε το 1786.
Αλέξανδρος (18ος αι.), ανιψιός του Παρθενίου Σπανού. Σπούδασε γράμματα και τη φιλοσοφία.
Ανανίας (18ος αι.) ποιμενάρχης Ερσεκίου. ανιψιός Ανθίμου Σκαρπέτη και διάδοχός του στο μητροπολιτικό θρόνο. Κατά τον Codex Vaticanus Graecus: «μετά την εις Ρωσσίαν μετάβασιν του Ανθίμου (1772) την μητρόπολιν Ερσεκίου εποίμανεν ο Ναθαναήλ (Φεβρ.1772-Ιούνιος 1772), τούτου δε παραιτηθέντος έχειροτονήθη μητροπολίτης (21 ιουνίου 1772) ο ιερομόναχος Ανανίας, ο οποίος απέθανε το 1802».
Αναστάσιος (18ος αι.) αδελφός του Μελετίου, ανεψιού του Παρθενίου Ισπαναίου. Κατά τον Εμμ. Σκαρπέτη υπήρξε «άριστος γραμματικός» και «ανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, ένθα προσεκολλήθη παρά τη μητρί Αλεξάνδρου Υψηλάντου του ηγεμόνος, και κατά πάντα ευαρέστως φανείς ηξιώθη διαφόρων αυθεντικών αξιωμάτων».
Άνθιμος Σκαρπέτης (1722-1787) αδελφός του ιερέα Γεωργίου Σκαρπέτη. Όντως διάκονος προήχθη σε πρεσβύτερο στην Κωνσταντινούπολή και χρημάτισε προϊστάμενος ενός ναού εκτός της πόλης. Επί του Πελοποννήσιου Πατριάρχου Κυρίλλου του Ε΄ τοποθετήθηκε ως εφημέριος της μεγάλης εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη και το 1767 με τη συνδρομή του Πατριάρχου Σαμουήλ Χαντζέρη χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ερσεκίου. Μετά από δεκαοκτάμηνη ποιμαντική δράση στην επαρχία, προσκλήθηκε από τον Πατριάρχη Σαμουήλ να την εγκαταλείψει και να μετέβη ως έξαρχος στην Πελοπόννησο. Ήταν μάρτυρας των γεγονότων του 1770 και της καταστολής της εξέγερσης από τους Τουρκαλβανούς. Φοβούμενος τις διώξεις διέφυγε στη Μόσχα, όπου παρέμεινε υπό την προστασία της Αικατερίνης Β΄ μέχρι το θάνατό του. Στο περιβόλι Μονής Δόνσκοη του ναού της Παναγίας του Δον έχουν ταφεί μεγάλοι Έλληνες ευεργέτες και κληρικοί, μεταξύ αυτών και ο Άνθιμος Σκαρπέτης.
Ανδρούτσος Σπανός ιδρυτής Ελληνικού Αλληλοδιδακτικού Σχολείου κατά την Καποδιστριακή περίοδο (1829). Δολοφονήθηκε με αγριότατο τρόπο το 1830 (βλ. άρθρο Σχολείο Ραχώβης).
Γεώργιος Σκαρπέτης (18ος αι.) ιερέας, έδρασε και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη.
Βενέδικτος και ο αδελφός του Δομέτιος Σκαρπέτης (18ος αι.) μοναχοί στην Κορινθιακή Μονή Αγίου Δημητρίου.
Δανιήλ μητροπολίτης Παλαιών Πατρών (1717-1727) και μετέπειτα Κερνίτσης. Αδελφός του πρώην Ωλένης Αθανασίου. Αναφέρεται στην κτητορική επιγραφή στα μέσα του 18ου αι. του ναού της Κοιμήσεως του χωριού Καθολικό. Η επιγραφή αναφέρει ότι ο ναός «οικονομήθη … δια δαπάνης και πόνου του πανιερωτάτου μητροπολίτου πρώην Παλαιών Πατρών και προέδρου Τζερνίκης κυρίου Δανιήλ ….εκ (κ)ώμης Αράχοβας». Το 1757 ως επίσκοπος Κερνίτσης δαπάνησε για την αγιογράφηση μονής Αγ. Τριάδος. Ο Δανιήλ αναφέρεται μεταξύ των προκρίτων της Πελοποννήσου, οι οποίοι αναμείχθηκαν στην προπαρασκευή των Ορλωφικών και υπέγραψαν αίτηση βοήθειας προς την Αικατερίνη Β΄ .
Δοσίθεος (18ος αι.) ιερομόναχος και μετέπειτα ηγούμενος και προηγούμενος του Μεγάλου Σπηλαίου. Με την εντολή της μεγασπηλαιοτικής κοινότητας μετέβη στην Κων/πολη, όπου παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα στο μετόχι μονής «Βλαχ Σαράι». Επέστρεψε στα Καλάβρυτα φέρνοντας χρηματικά ποσά από τους εράνους στην Κωνσταντινούπολη.
Δοσίθεος Σκαρπέτης πατριάρχης Ιεροσολύμων (βλ. σχετικό άρθρο).
Ιερεμίας ο πρεσβύτερος, ο «Κίντος» (18ος αι.). Κατά τον Εμμ. Σκαρπέτη υπήρξε «αριστοτελικός φιλόσοφος και θεολόγος». Σπούδασε και ύστερα δίδαξε στο σχολείο Τριπολιτσάς ως το 1770, έτος καταστροφής του. Πέθανε το 1791.
Ιωάννης Ισπαναίος ανιψιός και μαθητής των διδασκάλων Παρθενίου και Κανέλλου Ισπαναίων ή Σπαναίων. Σπούδασε Φιλοσοφία, Ιατρική και Βοτανολογία στο Πανεπιστήμιο Πάντοβας. Μαζί με το θείο του Παρθένιο επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη. Επέστρεψε στην Πελοπόννησο, όπου εξάσκησε την ιατρική και ασχολήθηκε με τη μελέτη διάφορων βιβλίων. Μετά τα γεγονότα του 1770 επιχειρεί να ξεφύγει στη Ζάκυνθο, καθοδόν αιχμαλωτίζεται μαζί με τον Μητροπολίτη Άργους και Ναυπλίου Βενέδικτου και άλλους από Αλβανούς Δουλκινιώτες, οι οποίοι τον κρατούν όμηρο για να τον απελευθερώσουν για λύτρα. Κατά την αναμονή της απελευθέρωσής τους, ο Μητροπολίτης Βενέδικτος δραπέτευσε και βρήκε προστασία στη Ζάκυνθο. Οι Ζακυνθινοί προσπάθησαν να απελευθερώσουν τους υπόλοιπους ομήρους. Κατά την άτυχη αυτή προσπάθεια σκοτώθηκε και ο Ιωάννης.
Κάλλιστος Σκαρπέτης ο μεγαλύτερος αδελφός του Δοσίθεου Σκαρπέτη, Πατριάχη των Ιεροσολύμων. Υπήρξε μοναχός στα Ιεροσόλυμα όπου πέθανε και ενταφιάστηκε. Διασώζεται αφιερωμένη σε αυτόν επιγραφή:
Ενθάδε την οσίαν κεφαλήν κατά γαία [καλύπτει]
Κάλλιστον Σιόνος κασίγνωτον του Ιεράρχου
Κλεινού Δοσιθέου, πάϊν Άννης Νικολάοιον
Εύχος των οσίων Πελοποννήσου μέγα κλέος.
Κανέλλος Σπανός λόγιος και δάσκαλος, αδελφός του διδασκάλου Παρθενίου, με τον οποίον συμπορεύτηκαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Ο Κανέλλος σπούδασε στο Πατάβιο, όπου κατά τον Εμμ. Σκαρπέτη «εδιδάχθη την λατινικήν, ιταλικήν και γαλλικήν διάλεκτον, άπασαν την των νεωτέρων Φιλοσοφίαν τε και την Ιατρικήν και Βοτανικήν». Όταν επέστρεψε στην Τριπολιτσά δίδαξε τον αδελφό του Παρθένιο όσα έμαθε στο Πατάβιο και ασχολήθηκε με την εκμάθηση ανατολικών γλωσσών: «την αραβικήν, περσικήν τε και τουρκικήν διάλεκτον εντελώς επαιδεύθηκαι άπαντα τα Σφαιρικά ε και Γεωγραφικούς πίνακας γλαφυρώς εις την τουρκικήν διάλεκτον μεταφράσας, πολλούς των Τούρκων ακροατάς έλαβε, εξ ων ο Τριπολιτζάς Σουλεϊμάν εφέντης, ο εν Κωνσταντινουπόλει διαφόρων βασιλικών αξιωμάτων επιβάς, ου μόνον της ελληνικής διαλέκτου εγκρατής εγένετο, αλλά και τέλειος φιλόσοφος εχρημάτισε». Συνέγραψε πολλά έργα, στη Μονή Ταξιαρχών διασώζονται 5 χειρόγραφα τετράδιά του. Ο Κανέλλος πέθανε το 1756.
Μελέτιος ανιψιός του Παρθένιου Ισπαναίου. «Ικανώς καθ’ άπαντα γυμνασθείς» διετέλεσε ηγούμενος και προηγούμενος Μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας.
Παρθένιος Ισπαναίος, αδελφός του Κανέλλου και ανιψιός του μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Παρθενίου. Σπούδασε με τον αδελφό του στη Σκόπελο γραμματική, φιλοσοφία, ρητορική, ποιητική, μαθηματικά και θεολογία. Κατόπιν, μετέβησαν στην Τριπολιτσά, όπου με τη συνδρομή του θείου του ίδρυσαν Ελληννικό σχολείο. Για λίγο διάστημα ο Κανέλλος τον άφησε για να σπουδάσει στην Πάνδοβα. Μετά το θάνατο του Κανέλλου, ο Παρθένιος συνέχισε μόνος του το διδασκαλικό και συγγραφικό του έργο, συλλέγοντας πολύτομη βιβλιοθήκη. Υπήρξε δάσκαλος πολλών διακεκριμένων ανδρών της εποχής του.
Ρωμανός ιεροδιάκονος. Κατά τον Εμμ. Σκαρπέτη «εχρημάτισεν εις των σεβασμιωτέρων προεστώτων», πέθανε το 1793.
Σεραφείμ Σκαρπέτης (18ος αι), ανιψιός του Παρθενίου Σκαρπέτη, μέλος της αδελφότητας του Πανάγιου Τάφου.
Συμεών ιερομόναχος, γνωστός μόνο από την επιγραφή του Κώδικα του Μέγα Σπηλαίου (18ος αι.).
Τιμόθεος Σκαρπέτης (18ος αι.) ιερομόναχος.
Χρύσανθος Σκαρπέτης Πατριάρχης Ιεροσολύμων (βλ. σχετικό άρθρο).
Εμμανουήλ Σκαρπέτης (1748-1795;) έμπορος και συγγραφέας ογκώδους γεωγραφικού έργου, βασισμένου σε πηγές αρχαίων και νεώτερων περιηγητών και γεωγράφων. Ο παππούς του, Μανωλάκης Σκαρπέτης, υπήρξε συγγενής του Δοσίθεου πατριάρχη Ιεροσολύμων και δημογέρον της Ράχωβας και προεστός του καζά Καλαβρύτων. Ο υιός του Νικόλαος μετοίκησε στην Κωνσταντινούπολη όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Ύστερα, μεταβαίνει στην Τριπολιτσά, όπου διατελεί επιστάτης ενός μεγάλου εμπόρου, του Απόστολου Πασάνταη. Ο Νικόλαος καλεί τους άλλους δυο αδελφούς του να εργαστούν στην Τριπολιτσά, ένας από αυτούς ο Παναγιωτάκης, ήταν πατέρας του Εμμανουήλ. Σε πολλή νεαρή ηλικία ο Εμμανουήλ μένει ορφανός, όμως τον καλεί και τον υιοθετεί ο Απόστολος Πασάνταης. Ο Πασάνταης μερίμνησε για την εκπαίδευση του μικρού ορφανού. Ο Εμμανουήλ διδάχτηκε βυζαντινή μουσική, ύστερα οι δάσκαλοί του ήταν ο Ραχωβίτης Παρθένιος Ισπανός (Σπανός) και ο Ιερεμίας Κίντον. Η επιδημία που ξέσπασε και ο θάνατος του θετού πατέρα του δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει τη μόρφωσή του. Κληρονομώντας την περιουσία του Πασάνταη, ο Εμμανουήλ Σκαρπέτης ασχολήθηκε με το εμπόριο. Αρχικά, ταξίδεψε στη Μάλτα με φορτία σίτου και κριθαριού, έπειτα στη Νεάπολη, όπου αγόρασε διάφορα εμπορεύματα, τα οποία μετέφερε στην Τριπολιτσά το 1768.
Μέχρι το 1770 ασχολείται με το εμπόριο και κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών δοκιμάζεται δεινά: «…Κατά γαρ εκ των πραγματειών, ων είχον, μόλις το ήμισυ διεσώθη, το εργαστήριον και η λοιπή περιουσία απώλοντο, καγώ δε τον δια πυρός και μαχαίρας θάνατον ημέρας τε και νυκτός εδεχόμην, τον οποίον πολλάκις προ οφθαλμών είδον και πολλοί άλλοι δυστυχείς εδοκίμασαν αυτόν. Τελευταίον όντος μου αγαθή τύχη μετά τίνων πραγματευτών χριστιανών εξ’ Ιωαννίνων και παρακαλέσαντες εκείνοι καδήν τινα Ιωαννίτην έπεμψαν ημάς και τινας άλλους Πελοποννησίους δια νυκτός έξω της πόλεως συνοδευουμένους υπό εξ’ Αλβανιτών, οίτινες ως θηριόγνωμοι και ως αισχροκερδείς μετ’ολίγον διάστημα έξω της Τριπολιτζάς εξαίφνης προς ημάς εφώναξαν, ότι μόνον τους Ιωαννίτας θέλομεν διαγώσει, τους δε Μοραϊτας εξάπαντος πρέπει να φονεύσωμεν. Και δη εις εξ αυτών γονυπετήσας με και εκτείνας την αυτού μάχαιραν, κατά το ειωθός αυτών, ήρχετο να με αποκεφαλίση. Βλέποντες δε οι συνοδοιπόροι την αιφνίδιον και τοιαύτην αξιοθρήνητον εμήν κατάστσιν ευθύς μετά θερμών δακρύων και ικανών αργυρίων προσπεσόντες εις τους πόδας εκείνων των αιμοβόρων Αλβανιτών μόλις … με ηλευθέρωσαν… Αυτή δε φυγή εγένετο προ 15 ημερών της προρρηθείος αξιοθρηνήτου μάχης. Μείναντες γουν ημείς πανταχόθεν πεφοβισμένοι παρευθύς διεσκορπίσθημεν. Εγώ όμως πάντοτε μετά των Ιωαννιτών συνετελαιπωρούμην. Τελευταίον, δι’αβάτων οδών και δυσβάτων ορέων εφθάσαμεν εις Λακεδαιμονίαν. Οπόσους δε κινδύνους θανάτων, θλίψεις, ταλαιπωρίας, πείνας και τα εξής εδοκιμάσαμεν εις αυτό το διάστημα, αύνατον διηγήσασθαι. Από δε / της Λακεδαιμονίας προσκολληθείς τινι των πολιτών της πόλεως εκείνης απήλθομεν εις Ναβαρίινους, ένθα τον θάνατον παρ’ελπίδα εκφυγόντες διεπράσαμεν εις Ζακύνθου και Κέρκυραν κακείθεν αφείς αυτόν έφθασα εις Βενετείας, είτα εις Τεργέστιον από δε του Τεργεστίου ήλθον δια του Αγκώνος εις Ρώμης, έπειτα εις Νεάπολιν και πάλιν δια της Απουλίας εις Κέρκυραν, Ζακύνθον και τελευταίον εις Ύδραν την ν’ησον, ένθα υγιώς απολαύσας τους εμούς συγγενείς, μεθ’ων και υπό της χαρας ου ομικρόν ακλαύσαμεν. Μετ’ολίγν δε πάλιν απήλθον εις Πάρον την νήσον (εν η ο ρωσσικός στόλος) χάριν πραγματείας και δις εις Θεσσαλινίκην, ένθα νομίζοντες με ως κατάσκοπον μόλις απέφυγον τον θάνατον και – το χείριστον- ο εν τη θαλάσση υπό των ληστών κίνδυνος. Και γενομένης ειρήνης μεταξύ Τούρκων και Ρώσσων έν έτει 1774 Ιουλίου 10, πήγα εις Κωνσταντινούπολιν, είτα εις Ταϊγάνιον, νέον ρωσσικών φρούριον πλησίον των εκβολών του Τανάιδος ποταμού. Κακείθεν υπό του θείου Άνθιμου μητροπολίτου καλεσθείς έφθασα εις Μόσχβαν, μητρόπολιν της Ρωσσίας…»
Για δύο χρόνια παρέμεινε ο Εμμανουήλ Σκαρπέτης στη Μόσχα, όπου έμαθε την τέχνη επεξεργασίας των πολύτιμων λίθων, αλλά για λόγους υγείας αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Συνεταιρίζεται με άλλους δυο εμπόρους και αναλαμβάνει εμπόριο γουναρικών στην Κωνσταντινούπολη (1779). Όμως έπεσε θύμα απάτης των συνεταίρων του, πτώχευσε και αναγκάστηκε να αναχωρήσει κρυφά από την Κωνσταντινούπολη το 1783.
Στην περιπέτειά του αυτή βρήκε συμπαραστάτη έναν Ρόδιο έμπορο Νικόλαο Τζίκνην και το Ρώσο πρέσβη Βουλγκάκωβ, οι οποίοι τον βοήθησαν με την εκκαθάριση των λογαριασμών και την αποφυγή των διώξεων. Εν όψει του ρωσοτουρκικού πολέμου, αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και μαζί με τον Ν. Τζίκνην περιπλανιούνται σε διάφορα μέρη: Κεφαλονιά, Πάργα, Ιθάκη, Κέρκυρα, Μεσσήνη, Συρακούσες, Μάλτα, Νεάπολη, Πίσσα, Λιβόρνο, Φλωρεντία, Μπολώνια, Φερράρα, Βενετία, Τεργέστη. Στις αρχές του 1793 άρχισε να συγγράφει το γεωγραφικό του έργο, περιγράφοντας τα μέρη που έχει επισκεφτεί. Δε γνωρίζουμε το έτος και το μέρος του θανάτου του. Στη Μονή Ταξιαρχών, όπου πολύ πιθανόν να τελείωσε την πορεία του, βρίσκονται βιβλία από την προσωπική του βιβλιοθήκη και το χειρόγραφό του. Συνοψίζοντας, αξίζει να τονισθεί, ότι η ζωή του Εμμανουήλ Σκαρπέτη είναι ένα εξαιρετικό δείγμα πορείας μιας ψυχής, μιας από τις πολλές που γεννήθηκαν σε αυτό το ορεινό χωριό. Ο Εμμ. Σκαρπέτης σπούδασε, διέπρεψε, ταξίδεψε, καταστράφηκε, δούλεψε, υπέφερε και ευτύχισε, ακολουθώντας τη μοίρα του τόπου του, ζώντας μαζί της όλες τις περιπέτειες και δοκιμασίες της εποχής.[1]
[1] Στο άρθρο αυτό χρησιμοποιήθηκε υλικό από το βιβλίο Αθανασίου Θ. Φωτόποουλου «Ιστορικά και Λαογραφικά της Ανατολικής περιοχής Αιγιαλείας και Καλαβρύτων», Αθήνα, 1982.
Ιρίνα Gavriliuk
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment