Η κινητοποίηση των βαρβαρικών φυλών στην Ευρώπη και την Ασία από τα τέλη του 5ου μ.Χ. αιώνα οφείλεται στη διάλυση του βασιλείου των Ούννων και τη μεγάλη μετανάστευση των λαών, των Γερμανικών φύλων (Γότθων, Ερούλων, Λομβαρδών κ.ά.) γεγονός το οποίο έδωσε στην Ευρώπη την εθνική φυσιογνωμία που έχει ως σήμερα. Μετά το θάνατο του Αττίλα το 453 μ.Χ. η ισορροπία ισχύος μεταβλήθηκε στις περιοχές πέρα από τα βόρεια σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός τώρα διακρίνει στα συντρίμμια ενός βασιλείου, που εκτεινόταν απ’τη Κασπία ως το Ρήνο, ένα αλλόκοτο συνονθύλευμα απελευθερωμένων λαών, εκ των οποίων ο καθένας αγωνιζόταν να υπερασπιστεί τη νεοαποκτηθείσα ανεξαρτησία του. Οι Σλάβοι ήδη από το 500μ.Χ. είχαν μετακινηθεί από την αρχική τους πατρίδα και κατείχαν τη βόρεια όχθη του Δούναβη, από το Βελιγράδι ως τις εκβολές του[1]. Δεν πρόκειται να σταθούμε στο θέμα της καταγωγής των Σλάβων και της αρχικής τους κοιτίδας, θα μας απασχολήσουν από την εποχή της καθόδου τους στην περιοχή νότια του Δούναβη. Δε γνωρίζουμε κάτω από ποιες συνθήκες έγινε η εγκατάστασή τους βόρεια του Δούναβη, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι, επιθυμώντας να διασχίσουν τον ποταμό και να εγκατασταθούν στα Βαλκάνια, άρχισαν να ασκούν αυξανόμενη πίεση στα βορειοανατολικά σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά τη διάλυση του βασιλείου των Ούννων. Οι συγκεκριμένες Σλαβικές φυλές, οι Πρωτοσλάβοι, περιελάμβαναν δύο κύριες ομάδες: τους Άντες και τους Σ(κ)λαβίνους. Οι Άντες είχαν καταλάβει μια σημαντική περιοχή των στεπών της νότιας Ρωσίας, από τη Βεσσαραβία ως το Ντόνετς. Αποτελούσαν μέρος της κοινότητας των Ανατολικών Σλάβων, οι οποίοι αργότερα θα γίνουν γνωστοί ως Ρώσοι. Οι Σκλαβίνοι εγκαταστάθηκαν σ’ όλο το μήκος του Κάτω Δούναβη και βόρεια ως το Δνείστερο. Ήταν ιδιαίτερα πολυάριθμοι στην περιοχή της Βλαχίας[2]. Αυτοί θεωρούνται ως οι πρόγονοι των Σλάβων των Βαλκανίων.
Οι πρώτες εισβολές των Σλάβων, οι οποίες δεν έλαβαν μεγάλες διαστάσεις, έγιναν από τη βασιλεία του Ιουστίνου Α΄ (518-527), έως την έναρξη της βασιλείας του Ιουστινιανού (527-565). Μέχρι εκείνη την εποχή το Βυζάντιο ακόμη μπορούσε με όπλα να υπερασπίσει τα σύνορά του. Για τη φύση των επιδρομών ο Βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος μας πληροφορεί, ότι οι περιοχές από το Ιόνιο Πέλαγος ως τα προάστια της Κωνσταντινούπολης μαζί με την Ελλάδα κατακλυζόταν από Ούννους (Βουλγάρους), Σκλαβίνους και Άντες σχεδόν κάθε χρόνο απ’την εποχή που ο Ιουστινιανός ανέλαβε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι οποίοι προξενούσαν ανείπωτα δεινά στους κατοίκους. Η περιοχή, που περιγράφει ο Προκόπιος, καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της Βαλκανικής χερσονήσου, ωστόσο αυτές οι ετήσιες καταστροφικές επιδρομές που γίνονταν με στόχο τη λεία, μετά τις οποίες οι βάρβαροι αποσύρονταν πέρα απ’το Δούναβη, περιορίζονταν αρχικά κυρίως στην ύπαιθρο και δεν κατέληγαν ακόμη σε μόνιμες εγκαταστάσεις Σλάβων στα Βαλκάνια. Από το 550 μ.Χ. η διάρκεια των επιδρομών άρχισε να μεγαλώνει, οι Σλάβοι ξεχειμώνιαζαν πλέον στις κατακτημένες περιοχές, μερικές φορές καταλάμβαναν βυζαντινά φρούρια και πετύχαιναν να τα διατηρούν για ορισμένα χρόνια. Η αυξημένη αποτελεσματικότητα μπορεί να οφειλόταν στη στρατιωτική ικανότητα των Βουλγάρων, οι οποίοι άρχισαν να ηγούνται τις Σλαβικές εισβολές. Για την αντιμετώπισή τους ο Ιουστινιανός οργάνωσε ένα σύστημα με οχυρωμένα παρατηρητήρια και φρούρια. Το βάθος στο οποίο έφταναν οι εισβολές των Σλάβων μαρτυρείται από το γεγονός ότι η τρίτη οχυρωμένη ζώνη έφτανε βαθιά στο εσωτερικό της χερσονήσου και εκτεινόταν νότια μέσω της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας μέχρι τις Θερμοπύλες και τον Ισθμό της Κορίνθου. Η αδυναμία του στρατού να περιφρουρήσει τα μακρά σύνορα και να εμποδίσει τους Σλάβους και τους Βουλγάρους οδήγησε τον Ιουστινιανό να αναζητήσει διαφορετικά μέσα για την υπεράσπιση της μεθορίου. Αυτά ήταν οι δοκιμασμένες μέθοδοι της Ρωμαϊκής διπλωματίας. Ο Ιουστινιανός ήταν αυτός, που περισσότερο απ’όλους καλλιέργησε και κληροδότησε στους διαδόχους του μια αντίληψη για τη διπλωματία ως μια περίπλοκη επιστήμη και μια καλή τέχνη, στην οποία η στρατιωτική πίεση, η πολιτική ευφυΐα, η δωροδοκία κι η θρησκευτική προπαγάνδα συγχωνεύονταν σε ένα πανίσχυρο όπλο[3] του Βυζαντίου. Όμως η διπλωματία του Ιουστινιανού στο βορρά έπασχε από δύο αδυναμίες: από τη μία πλευρά τα τεράστια χρηματικά ποσά που σπαταλούσε η Αυτοκρατορία προς τους βαρβάρους, για να αποτρέψει τις επιθέσεις τους ήταν μια καταστροφική αφαίμαξη για το θησαυροφυλάκιο. Επιπλέον, υπήρχε μια δυσαρέσκεια μεταξύ των υπηκόων ότι η Αυτοκρατορία ήταν αναγκασμένη να πληρώνει με τόσο ταπεινωτικό τρόπο τις συμμορίες των βαρβάρων. Από την άλλη μεριά, οι ίδιοι οι βάρβαροι ενθαρρύνονταν απ’τη γενναιοδωρία του Ιουστινιανού, και επέστρεφαν για να απαιτήσουν περισσότερα χρήματα. Όπως γράφει ο Προκόπιος: «Γιατί αυτοί οι βάρβαροι, έχοντας δοκιμάσει μια φορά το Ρωμαϊκό πλούτο, δεν ξέχασαν ποτέ το δρόμο που οδηγούσε σ’αυτόν…».
Στη συνέχεια, ένα άλλο γεγονός κατά το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού επιδείνωσε την κατάσταση στα βόρεια σύνορα. Οι Αβάροι, νομαδικός λαός, που αποτελούταν από Μογγολικά και Τουρκικά φύλα, μόλις κατέφθασαν στις περιοχές βορείως του Καυκάσου. Η Κωνσταντινούπολη δέχτηκε μια πρεσβεία των Αβάρων, των οποίας οι αιτήσεις ήταν συνηθισμένες: πολύτιμα δώρα, ένα ετήσιο χρηματικό ποσό και εύφορες περιοχές να εγκατασταθούν. Αν και η τελευταία απαίτηση αγνοήθηκε από τον Αυτοκράτορα, οι Αβάροι συνήψαν μια συνθήκη και υποσχέθηκαν να πολεμήσουν τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας. Οι Αβάροι προήλασαν προς δυσμάς, υπέταξαν κάποιες Βουλγαρικές φυλές, τους Άντες της Βεσσαραβίας και βρέθηκαν στον Κάτω Δούναβη.
Οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο έμπαιναν σε μια κρίσιμη φάση. Η Αβάροι επεξέτειναν συνεχώς τις κατακτήσεις τους, υποτάσσοντας και τους Σκλαβίνους και αναδείχθηκαν ως κυρίαρχη δύναμη στην Κεντρική Ευρώπη. Ο Ιουστίνος Β΄ (565-578) αρνήθηκε να πληρώσει φόρο και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεχυθούν οι Αβαροσλαβικές ορδές στα Βαλκάνια. Ο Ιωάννης ο Εφέσιος περιγράφει το έτος 584: «Αυτό το ίδιο έτος…ήταν ξακουστό επίσης για την επιδρομή ενός απαίσιου λαού, με τ’όνομα Σλάβοι, που κατέκλυσε ολόκληρη την Ελλάδα, και τη χώρα των Θεσσαλονικέων, κι όλη τη Θράκη, και κυρίεψε πόλεις, και κατέλαβε πολυάριθμα φρούρια, και κατέστρεψε κι έκαψε, και σκλάβωσε το λαό, κι έγινε κύριος όλης της υπαίθρου, κι εγκαταστάθηκε σ’αυτή διά της βίας, και κατοίκησε σ’αυτή σα να ήταν δική του χωρίς φόβο. Κι ως τώρα έχουν παρέλθει τέσσερα χρόνια, κι ακόμη, επειδή ο βασιλιάς είναι μπλεγμένος στον πόλεμο με τους Πέρσες κι έχει στείλει όλες τις δυνάμεις του στην Ανατολή, ζουν με την άνεσή τους στην χώρα … Και σε τέτοια έκταση φτάνουν οι καταστροφές τους, που έχουν σκαρφαλώσει ακόμη και στα εξωτερικά τείχη της πόλης (δηλ. το Μακρό Τείχος της Κωνσταντινούπολης)».
Οι Σλάβοι παρουσιάζονται ως ικανοί στρατιώτες, και δεν εμφανίζονται πια ως περαστικοί παρείσακτοι, οι οποίοι αφού ολοκληρώσουν τις επιδρομές τους επιστρέφουν στις πατρίδες τους. Σύμφωνα με τη γνώμη των επιστημόνων, πρόκειται για μία πρώιμη μαρτυρία αναφερόμενη σε παράδειγμα μόνιμων Σλαβικών εγκαταστάσεων. Η κατάκτηση της Βαλκανικής χερσονήσου από τους Σλάβους φαίνεται να πραγματοποιήθηκε κυρίως κατά τη βασιλεία του Φωκά (602-610) και στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου (610-641). Ο Φωκάς μάλιστα έκανε το σφάλμα να μεταφέρει στρατεύματα από το Δούναβη στη Μ. Ασία κι έτσι οι ευρωπαϊκές επαρχίες έμειναν εκτεθειμένες στις επιδρομές χωρίς αποτελεσματική στρατιωτική κάλυψη.[4]
Το 626 οι Σλάβοι, απελευθερωμένοι από την Αβαρική επικυριαρχία, συνεχίζουν τις επιδρομές τους και προωθούνται νότια προς την Πελοπόννησο, διασχίζοντας τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Επιπλέον ρίχτηκαν στη θάλασσα και λεηλάτησαν τα νησιά του Αιγαίου ακόμη και την Κρήτη. Οι επιδρομές αυτές φαίνεται ότι διήρκεσαν περίπου δύο δεκαετίες. Τότε ήταν προφανώς η περίοδος που εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο. Μερικές δεκαετίες αργότερα στις όχθες του Δούναβη εμφανίζονται οι Βούλγαροι.
Η Παλαιά Μεγάλη Βουλγαρία εκτεινόταν από τον Καύκασο ως το Ντον (ίσως και μέχρι τον Κάτω Δνείπερο) και λειτουργούσε ως το 642 μ.Χ. (θάνατος του ηγέτη τους Κόβρατ) ως φύλακας των Βυζαντινών συμφερόντων στην περιοχή του Βορείου Καυκάσου και των στεπών της Νότιας Ρωσίας. Η Παλαιά Μεγάλη Βουλγαρία κατέρρευσε από τα χτυπήματα ενός νέου εισβολέα απ’την Ασία, των Χαζάρων. Στη διασπορά των εθνών που ακολούθησε, ένα από τα παρακλάδια του λαού των Ονογούρων εμφανίστηκε ξαφνικά σαν απειλητικό σύννεφο στο βόρειο ορίζοντα του Βυζαντίου. Οδηγημένη από τον Ασπαρούχ, γιό του Κόβρατ, μια αρκετά μεγάλη ορδή κινήθηκε δυτικά διασχίζοντας τη στέπα και το 670 έφθασε στο δέλτα του Δούναβη. Ακολούθησαν μερικές πολεμικές συγκρούσεις με τους Βυζαντινούς, οι οποίες όμως δεν είχαν αίσιο για το Βυζάντιο αποτέλεσμα. Το 681 ο Κωνσταντίνος Δ΄ έκλεισε ειρήνη με τον Ασπαρούχ, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την ύπαρξη ενός βαρβαρικού κράτους και στις δύο όχθες του Δούναβη εντός της αυτοκρατορικής επικράτειας. Πριν την έλευση των Βουλγάρων, όπως στο εξής θα είναι γνωστοί οι Ουνογούροι των Βαλκανίων, οι Σλάβοι κατοικούσαν στα εδάφη αυτά.
Οι «Σκλαβινίες» τους ήταν χαλαρές φυλετικές ενώσεις, που στερούνταν σαφώς προσδιορισμένης πολιτικής δομής και σε αυτό υστερούσαν από τους Βουλγάρους, των οποίων οι πολιτικοί θεσμοί και η στρατιωτική οργάνωση είχαν αναπτυχθεί πολύ πριν έλθουν στα Βαλκάνια. Ο Ασπαρούχ δημιούργησε ένα ισχυρό βασίλειο, ηγούμενος των Σλάβων, οι οποίοι αποτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό των υπηκόων του. Με κατάλληλη φυλετική πολιτική οι Σλάβοι συμβίωσαν ειρηνικά με τους Βουλγάρους, γεγονός που διέσωσε την εθνική τους ταυτότητα, γιατί, αν δεν είχαν ενσωματωθεί στο Βουλγαρικό βασίλειο, αναμφίβολα θα είχαν εξελληνιστεί ολοκληρωτικά με το πέρασμα του χρόνου, όπως οι Σλάβοι στην Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα, κατά τους επόμενους δύο αιώνες, το σλαβικό στοιχείο κυριάρχησε σταδιακά και έτσι η αφομοίωση των τουρκικής καταγωγής Βουλγάρων από τον πολυάριθμο σλαβικό πληθυσμό επιταχύνθηκε. Έτσι, κατά τον 10ο μ.Χ. αι., η Βουλγαρία ήταν ουσιαστικά μια Σλαβική χώρα. Μετά τη σύσταση του Βουλγαρικού κράτους οι Βούλγαροι ηγήθηκαν των επιδρομών των Σλαβικών φύλων στην Ελλάδα.
Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα οι βόρειες και κεντρικές περιοχές των Βαλκανίων, από τις Άλπεις ως τη Μαύρη Θάλασσα και από την Αδριατική ως το Αιγαίο, κατέχονταν από τους Σλάβους. Μόνο σε ορισμένες παραθαλάσσιες περιοχές και σε απροσπέλαστα βουνά μπόρεσαν να διατηρηθούν οι προϋπάρχοντες πληθυσμοί. Στην Ελλάδα, η Θεσσαλία, η Ήπειρος και οι δυτικές περιοχές της Πελοποννήσου παρουσίαζαν πυκνή κατοίκηση Σλάβων. Ο εποικισμός της Πελοποννήσου, βάσει των ιστορικών δεδομένων, πραγματοποιήθηκε σε 2 φάσεις: η πρώτη ανέρχεται στις τελευταίες δεκαετίες του 6ου αι., όταν οι Σλάβοι κατέλαβαν την Κόρινθο και κάποιο μικρό ποσοστό τους παρέμεινε. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αι. , όταν πολυπληθή κύματα εποίκων πλημμύρισαν τη χερσόνησο. Οι παραθαλάσσιες πόλεις (η Αθήνα, η Κόρινθος, η Πάτρα, το Αίγιο κ.λπ.) μπορούσαν να βοηθηθούν από τη θάλασσα, γι’αυτό και διατήρησαν βυζαντινές φρουρές για κάποιο χρονικό διάστημα.
Η άμυνα απέναντι στη σλαβική διείσδυση ήταν πολύ πιο αποτελεσματική στα αστικά κέντρα, στις επίμαχες οικονομικά και στρατηγικά θέσεις. Ο Ισίδωρος της Σεβίλλης έγραψε χωρίς σχεδόν να υπερβάλλει ότι στην αρχή της βασιλείας του Ηρακλείου «οι Σλάβοι πήραν την Ελλάδα απ’τους Ρωμαίους». Μεταξύ του 723 και 728 ο προσκυνητής Willibald, στο ταξίδι από τη Δυτική Ευρώπη προς την Παλαιστίνη σταμάτησε στη Μονεμβασιά, μια πόλη, η οποία, όπως μας πληροφορεί ο βιβλιογράφος του, βρισκόταν «στα χέρια των Σλάβων». Και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, περιγράφοντας την Πελοπόννησο, δηλώνει ότι μετά την πανούκλα του 746-747 «ολόκληρη η χώρα εκσλαβίστηκε κι έγινε βαρβαρική».
Ωστόσο, κρίνεται απαραίτητη η προσπάθεια να εκτιμηθούν τα πιο άμεσα αποτελέσματα αυτών των επιδρομών και εγκαταστάσεων. Κατ’αρχήν, ήταν τελείως καταστροφικές, διότι οι Σλάβοι εισέβαλαν αποφασισμένοι να κατακτήσουν. Οι καταστροφές, που προκάλεσαν, ήταν εκτεταμένες και ολοκληρωτικές. Οι πόλεις λεηλατήθηκαν, μεγάλες περιοχές της υπαίθρου ερημώθηκαν, η Βυζαντινή διοικητική μηχανή κατέρρευσε εντελώς, ενώ ο Χριστιανισμός, που κάποτε άνθιζε, έσβησε για αρκετούς αιώνες.
Επιπλέον, η εγκατάσταση των Σλάβων στη γραμμή Ιλλυρικού – Δούναβη συνέβαλε στην αποξένωση μεταξύ του Ελληνικού και του Λατινικού μισού της Χριστιανοσύνης. Για όσο διάστημα κατοικούσε στο Ιλλυρικό ένας αρκετά μεγάλος λατινόφωνος πληθυσμός συμβιώνοντας ειρηνικά με τους Έλληνες, κι οι διαβαλκανικοί δρόμοι μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης παρέμειναν ανοιχτοί, η Βαλκανική Χερσόνησος αποτελούσε μια γέφυρα μεταξύ του Βυζαντίου και του Λατινικού κόσμου. Οι Σλαβικές επιδρομές απομάκρυναν σε μεγάλο βαθμό τα λατινόφωνα στοιχεία του Ιλλυρικού. Οι Σλάβοι στάθηκαν εμπόδιο στα Βαλκάνια, γεγονός, που συνέβαλε στη διεύρυνση του πολιτιστικού χάσματος μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης. Η Λατινική, που μέχρι αυτή την εποχή ήταν η επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αντικαταστάθηκε στο πρώτο μισό του 7ου αι. από την Ελληνική και γρήγορα σχεδόν ξεχάστηκε. Οι ρωμαϊκές παραδόσεις παρέμειναν βέβαια ισχυρές στα πεδία του νόμου, της διακυβέρνησης, της πολιτικής σκέψης.
Ο φυσικός φραγμός στις διαβαλκανικές επικοινωνίες άρθηκε σε κάποιο βαθμό τον 9ο αι., όταν οι περισσότεροι Βαλκανικοί Σλάβοι μεταστραφήκαν στο Χριστιανισμό. Εντούτοις παραμένει αλήθεια ότι η Σλαβική κατοχή των Βαλκανίων συνέβαλε στην αμοιβαία αποξένωση μεταξύ Ελλήνων και Ρωμαίων κατά τον 7ο και 8ο αι., μια περίοδο καθοριστική, κατά την οποία πολιτικοί και θρησκευτικοί παράγοντες απομάκρυναν ολοένα και περισσότερο τη Βυζαντινή απ’τη Ρωμαϊκή εκκλησία.
Για πόσο οι Σλάβοι παρέμειναν ο κυρίαρχος πληθυσμός στην Πελοπόννησο; Πόσο μόνιμα επηρέασε ο εποικισμός τους το εθνογραφικό τοπίο και την πολιτιστική ζωή της περιοχής; Πόσο επιτυχείς ήταν οι προσπάθειες των Βυζαντινών αρχών να τους εντάξουν και να τους εξελληνίσουν; Πρόκειται για ερωτήματα, που χρήζουν ιδιαίτερης προσέγγισης.
Για να απαντήσουμε σ’αυτές τις ερωτήσεις πρέπει να αναζητήσουμε τι ήταν οι Σλάβοι κατά τον καιρό της εγκατάστασής τους στην Πελοπόννησο. Η μελέτη του θέματος δυστυχώς δε μπορεί να βασιστεί κατ’ αποκλειστικότητα στα αρχαιολογικά δεδομένα. Οι ομάδες των Σλάβων κατά τις μετακινήσεις τους έρχονταν σε επαφή με διάφορους πολιτισμούς και εθνικές ομάδες διάσπαρτες στα Βαλκάνια, δανείζοντας και αφομοιώνοντας πρόθυμα τα επιτεύγματα του ανώτερου, σε σχέση με αυτούς, βυζαντινού πολιτισμού.
Επιπλέον, η Βαλκανική Χερσόνησος και κατά την προβυζαντινή περίοδο υπήρξε περιοχή με ανώτερη πολιτισμική εξέλιξη ήδη από τη Ρωμαϊκή εποχή. Οι Σλάβοι, γνωρίζοντας τον πολιτισμό των πόλεων της Αδριατικής και των Βόρειων επαρχιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (τέχνες, αγγειοπλαστική, τρόπο οικοδομήσεως κ.ά.), τον αφομοιώνουν πολύ γρήγορα και κατά τη μετέπειτα εξάπλωσή τους στα Βαλκάνια χρησιμοποιούν τα ίδια αντικείμενα (κεραμική) με το γηγενή πληθυσμό.
Οι πηγές του τέλους του 6ου αι. και των αρχών του 7ου μας πληροφορούν ότι οι πρωτοεμφανιζόμενοι Σλάβοι στη Θεσσαλονίκη έπαιρναν δια της βίας γεωργικά εργαλεία από τους αγρότες της περιοχής.[5] Οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στη Βυζαντινή επικράτεια, δεν έχτιζαν πλέον ημιυπόγειες κατοικίες, κατασκεύαζαν την κεραμική τους με τη χρήση του αγγειοπλαστικού τροχού και δεν εφάρμοζαν την καύση των νεκρών (αναιρώντας έτσι και τα τρία βασικά στοιχεία του υλικού πολιτισμού των πρώιμων Σλάβων και καθιστώντας τη μελέτη αρχαιολογικών δεδομένων πολύ δύσκολη). Η εξάπλωση των Σλάβων στη Βαλκανική κατ’ αυτόν τον τρόπο οδήγησε στην ελαχιστοποίηση των διαφορών στον υλικό πολιτισμό με το γηγενή πληθυσμό.[6]
Η εισβολή των Σλάβων στην Πελοπόννησο φαίνεται να ξεκίνησε τον 6ο μ.Χ. αι. με μικρές ομάδες, οι οποίες σταδιακά πλήθαιναν. Δίοδός τους, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, υπήρξαν τα Στενά Αντίρριου – Ρίου, απ’όπου πέρασαν ερχόμενοι από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Προς αυτό συνηγορούν η απουσία ενδείξεων εκτεταμένων καταστροφών στο ανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου καθώς και ο περιορισμένος αριθμός σλαβικών τοπωνυμίων, οι πληθώρα των οποίων υπάρχει στο δυτικό και κεντρικό της τμήμα[7]. Πιθανόν κατά τις πρώιμες επιδρομές μικρές ομάδες Σλάβων να παρέμειναν σε κάποιες περιοχές χωρίς να αναστατώσουν με την παρουσία τους την ισορροπία της Βυζαντινής κοινωνίας.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε κατά τις ύστερες επιδρομές. Οι Σλάβοι επέλεγαν να εγκατασταθούν στις κοιλάδες των ποταμών, σε υψώματα, πλαγιές βουνών και για κάποιο διάστημα απέφευγαν τα παράλια, όπου διατηρήθηκαν για αρκετό διάστημα βυζαντινές φρουρές. Πολλές φορές επέλεγαν να εγκατασταθούν σε ερημωμένους οικισμούς των Ελλήνων χρησιμοποιώντας τα σπίτια τους.
Στην Πελοπόννησο οι κατοικίες τους ήταν επίγειες και κάθε νοικοκυριό διέθετε τα απαραίτητα κτίσματα που απαιτεί ο γεωργικός χαρακτήρας του οικισμού. Σε κάποιους οικισμούς συναντάμε και δεξαμενές συλλογής υδάτων. Το γεγονός ότι δε βρέθηκαν οικίες, που να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μεταξύ των Σλάβων δεν είχε ξεκινήσει διαδικασία κοινωνικής διαστρωμάτωσης και δεν υπήρχε σταθερή ηγεσία.
Η ρυμοτομία των Σλαβικών οικισμών δεν ακολουθεί ενιαίο τύπο. Οι οικίες ήταν διασκορπισμένες χωρίς σχέδιο/ακανόνιστα στις πλαγιές του υψώματος ή στις όχθες του ποταμού. Οι Σλάβοι έποικοι αφομοίωσαν γρήγορα την οικοδομική τέχνη των Ελλήνων, έφεραν όμως μαζί τους και καινούργιες γνώσεις, τις οποίες απέκτησαν κατά την περιπλάνησή τους στα Βαλκάνια. Μεταξύ αυτών είναι οι νερόμυλοι, γνωστοί από τις ρωμαϊκές επαρχίες, η σβάρνα (βολοκόπος) κατάλληλη για τις πεδιάδες (μέχρι τότε οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ένα άλλο είδος κατάλληλο κυρίως για ορεινά εδάφη), οι κόσες, τα δρεπάνια, η δικέλλα, εργαλεία διαδεδομένα κυρίως στις ρωμαϊκές αγροτικές περιοχές.
Σημαντικό μέρος της ασχολίας των Σλάβων επήλυδων παρέμεινε και η κτηνοτροφία, η οποία ανθούσε στις ορεινές περιοχές. Επίσης, ήταν ευρέως διαδεδομένη η κατεξοχήν παραδοσιακή τέχνη των Σλάβων, όπως η ξυλουργική. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις διαλέκτους της Πελοποννήσου εντοπίζονται δάνεια από τη σλαβική γλώσσα όσον αφορά στα ξυλουργικά εργαλεία. Επιπλέον, οι Αβάροι εκμεταλλεύτηκαν τους Σλάβους μαστόρους για την κατασκευή πλοίων. Οι ίδιοι κατασκεύαζαν πλοία, με τα οποία έκαναν τις εξορμήσεις τους από την Πελοπόννησο σε διάφορα νησιά του Αιγαίου.
Οι Σλάβοι δεν ήταν λαός νομαδικός, αλλά είχαν μόνιμη κατοικία και ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έφτασαν στην Ελλάδα ως συγκροτημένοι γεωργοί και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες. Καλλιεργούσαν σιτηρά και λοιπά γεωργικά προϊόντα, το περίσσευμα των οποίων προοριζόταν για τις αστικές αγορές. Δεν είχαν αναπτύξει το εμπόριο, καθώς δε βρίσκονταν σε αναπτυγμένο στάδιο οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης και δε γνώριζαν αστικό βίο. Αναμφισβήτητα, έρχονταν σε επαφή με το γηγενή πληθυσμό και συμβίωναν μαζί του.
Δεν έχουμε αναφορές για την ύπαρξη Σκλαβινιών στην Πελοπόννησο, όπως στις άλλες περιοχές της Ελλάδας. Πιθανότατα, οι Σλάβοι της Πελοποννήσου να ήταν οργανωμένοι σε κάποιο είδος χαλαρών φυλετικών ομάδων, δε διαθέτουμε όμως πληροφορίες για την ύπαρξη κάποιας μορφής κυβέρνησης.
Όσον αφορά στην ονομασία των Σλαβικών φυλών, που κατοικούσαν στην Πελοπόννησο, δε διαθέτουμε επαρκείς πληροφορίες. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος διηγούμενος τις στρατιωτικές εκστρατείες του Μιχαήλ Γ΄ (842-867) με σκοπό την καθυπόταξη των Σλάβων, πληροφορεί ότι υπέταξαν τους Μίληγγους και τους Εζερίτες, οι οποίοι κατοικούσαν στον Ταΰγετο, οι μεν στη δυτική πλευρά, οι δε στην ανατολική. Ο ιστορικός Π. Ροδάκης μας δίνει διαφορετική θεώρηση των Σλαβικών εγκαταστάσεωνστην Πελοπόννησο: «Ο Κωνσταντίνος Ε΄ (741-775) αποφασίζει να μεταφέρει εδώ ένοπλα τμήματα, «τύπου ακριτών», για να προστατεύσει την χώρα (δημογραφική κρίση μετά την πανώλη και συνεχείς επιθέσεις των Σαρακηνών πειρατών συμ. συγγρ.). Έτσι κατόρθωσε να μισθώσει δύο ομάδες Σλάβων: τους Μίληγγες και τους Εζερίτες, που τους τοποθέτησε στις πλαγιές του Ταΰγετου και του Ερυμάνθου. Οι του Ταϋγέτου ανέλαβαν τον έλεγχο των νοτίων παραλίων της Πελοποννήσου και εκείνες του Ερυμάνθου τα δυτικά παράλια προς το Ιόνιο Πέλαγος. Την ίδια εποχή εγκαθίστανται και στα Αροάνια (Χελμός) για τον ίδιο σκοπό… Αυτοί οι Σλάβοι φρουροί ήταν αυτόνομοι και πολλές φορές θα εξεγερθούν κατά των Βυζαντινών, αλλά πάντα υποτάσσονταν στις ένοπλες δυνάμεις χωρίς να εκδιώκονται και μένουν υποτελείς του Βυζαντίου στην ίδια περιοχή… Αργότερα οι Σλάβοι αυτοί εντοπίζονται σε τρία σημεία της Πελοποννήσου: στον Ταΰγετο, στα Αροάνια ή Χελμό (το δεύτερο αυτό όνομα είναι σλαβικό και σημαίνει Κρύο Βουνό) και στον Ερύμανθο, στα περίφημα Νεζεροχώρια. Εδώ είχαν αφήσει την παρουσία τους σε πολλά τοπωνύμια (Στρέζοβα, Αναστάσοβα, Ζελίνα, Πετρίνα, Λεβέτσοβα, Ζαρούχλα, Ζάχωλη, Ζαχλωρού, Βεργουβίτσα, Τουρλάδα, Κόκοβα, Μοστίτσι, Τσαρούχλι, Ζαγορά, Βάλτος, Κεράσοβα, Τοπόριτσα, Γλόγοβα, Βλοβοκά, Κερνίτσα, Βοστίτσα, Βισοκά, Σοποτό κλπ»[8]
Κατά τη βασιλεία του Νικηφόρου Α΄ (802-811) οι Σλάβοι της Πελοποννήσου εξεγέρθηκαν και επιτέθηκαν στην Πάτρα. Η εξέγερση κατεστάλη υπό τις προσωπικές διαταγές του Αυτοκράτορα. Μετά από το γεγονός αυτό, ο Νικηφόρος παρέδωσε τους στασιαστές ως σκλάβους στην εκκλησία της πόλης, ενώ, για να κρατήσει υπό έλεγχο τους Σλάβους, μετέφερε με τη βία στα Βαλκάνια παροικίες Χριστιανών από διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς θεώρησαν ότι η ήττα των Σλάβων στην Πάτρα σήμαινε το τέλος της Σλαβικής κατοχής στην Πελοπόννησο. Αυτή ήταν μια υπεραισιόδοξη άποψη, γιατί οι Σλάβοι της Πελοποννήσου εξεγέρθηκαν ξανά πολλές φορές. Σλαβικές φυλές διατήρησαν μέχρι την Τουρκική κατάκτηση του 15ου αι. τη γλώσσα τους, την εθνική τους ταυτότητα και μια παράδοση ανυποταξίας προς την αυτοκρατορική κυβέρνηση. Παρ’ολ’αυτά, η νίκη του Νικηφόρου Α΄ επί των Σλάβων στην Πάτρα ήταν ένα αποφασιστικό βήμα για την αποκατάσταση της Βυζαντινής κυριαρχίας στο νότιο τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου.[9]
Η κυριαρχία του σλαβικού στοιχείου διήρκησε πάνω από 200 χρόνια. Στα τέλη του 8ου αι. η κατάσταση των πραγμάτων άλλαξε. Μετά τη στρατιωτική επανάκτηση ακολούθησε η ένταξη των «Σκλαβινιών» στη διοικητική διάρθρωση της Αυτοκρατορίας. Μεταξύ του 7ου και του 11ου αι. οι βασικές μονάδες της βυζαντινής επαρχιακής διοίκησης ήταν τα θέματα. Η διαδικασία απορρόφησης των Σκλαβινιών σε δίκτυο θεμάτων επιταχύνθηκε τον 9ο αι. Αυτή την εποχή εμφανίζεται το θέμα της Πελοποννήσου με κέντρο την Κόρινθο. Επιγραμματικά αναφέρουμε τα μέσα με τα οποία το Βυζαντινό κράτος αντιμετώπισε το πρόβλημα ένταξης του Σλαβικού πληθυσμού στην Ελληνική κοινωνία: α) αναγνώριση της αυτοκρατορικής εξουσίας από τις ομάδες των Σλάβων, β) στρατολόγησή τους στο βυζαντινό στρατό, γ) επιβολή φορολογίας, δ) διορισμός ως αρχόντων βυζαντινών αξιωματούχων και όχι τοπικών Σλάβων αρχηγών, ε) εκτοπισμός και μετακίνηση πληθυσμών.
Οι Μίληγγες και οι Εζερίτες υποχρεώθηκαν τον 10ο αι. ν’αποδεχθούν έναν επικεφαλής αρχηγό διορισμένο απ’τον επαρχιακό κυβερνήτη, να αναλαμβάνουν στρατιωτικές υπηρεσίες υπ’αυτόν και γενικά να εκτελούν τα δημόσια καθήκοντα που υποχρεούνταν να εκπληρώνουν οι χωρικοί της ανώτερης κοινωνικής βαθμίδας.
Η ενσωμάτωση των Σλάβων στη διοικητική διάρθρωση των θεμάτων συμβάδισε με μια αποφασιστική προσπάθεια να προχωρήσει η πολιτιστική αφομοίωσή τους. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την επίτευξη αυτού του σκοπού ήταν να προσηλυτισθούν στο Χριστιανισμό. Στις παράλιες ζώνες το έργο του εκχριστιανισμού άρχισε σε μεγάλη κλίμακα στις αρχές του 9ου αι. και ολοκληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στα τέλη του 10ου αι. Οι ήδη υπάρχουσες επισκοπές και μητροπόλεις υποβοηθούνται με την ίδρυση μεγάλου αριθμού επισκοπών. Τα κύρια κέντρα ιεραποστολικής δραστηριότητας με σκοπό την αναζωογόνηση της θρησκευτικής ζωής στην Πελοπόννησο ήταν η Πάτρα, η Κόρινθος, το Άργος, η Σπάρτη, η Μονεμβασιά και η χερσόνησος της Μάνης, η οποία εκχριστιανίστηκε απ’το πιο ξακουστό Πελοποννήσιο ιεραπόστολο, τον Άγιο Νίκωνα τον «Μεταννοείτε» (πέθανε το 998 μ.Χ.).
Αντίθετα με τις σλαβικές περιοχές, που βρίσκονταν πέρα από τα Βυζαντινά σύνορα, όπου οι Βυζαντινοί ενθάρρυναν τη διάδοση του Χριστιανισμού στη σλαβική διάλεκτο, εδώ χρησιμοποιήθηκε η ελληνική ως γλώσσα της Λειτουργίας. Η ελληνική δεν ήταν μόνο το εκκλησιαστικό ιδίωμα, αλλά και η γλώσσα των δημοσίων υπηρεσιών, των ενόπλων δυνάμεων και της καλής κοινωνίας. Έτσι, η γνώση της Βυζαντινής Ελληνικής έγινε από εδώ και στο εξής απαραίτητη προϋπόθεση για μια καλή θέση και μια επιτυχημένη καριέρα.
Οποιαδήποτε άποψη κι αν διατηρούμε για την εθνική προέλευση των κατοίκων της νεότερης Ελλάδας (θεωρία του Ι. Φαλμεράγιερ) πέρα από κάθε αμφισβήτηση είναι σίγουρα ότι οι Σλάβικες φυλές, που στα πρώτα μεσαιωνικά χρόνια είχαν εποικίσει, ουσιαστικά, ολόκληρη την Πελοπόννησο, άρχισαν να χάνουν την πολιτική τους ανεξαρτησία και την εθνική τους ταυτότητα κατά τον 9ο αι. Η αφομοίωσή τους προκλήθηκε από την ενσωμάτωσή τους στη δομή των βυζαντινών θεμάτων, από την αποδοχή του Χριστιανισμού και από τη γοητεία, που ασκούσε πάνω τους το ανώτερο κύρος της Βυζαντινής εξουσίας κι ο ελληνικός πολιτισμός. Παρά τη συνεχιζόμενη αντίσταση απομονωμένων Σλαβικών θυλάκων – ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου – η διαδικασία αφομοίωσης δεν έχασε ποτέ την ορμή της μετά τα μέσα του 9ου αιώνα[10]. Οι αποστασίες μερικών σλαβικών ομάδων όμως δεν υπέκρυπταν εθνική αντιπαράθεση, αλλά οφείλονταν σε αντίδραση έναντι δυσμενών, οικονομικών κυρίως, μέτρων της βυζαντινής διοίκησης[11].
Συνοψίζοντας, θα θέλαμε να παραθέσουμε την άποψη του Α. Rambaud, μη δυνάμενοι να εκφραστούμε καλύτερα επί του θέματος: «Μεταξύ δύο ηπείρων η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται σα ζωντανός βλαστός ανάμεσα σε δύο κοτυληδόνες: αφομοιώνει, κατεργάζεται και μεταπλάσσει τα ετερόκλητα στοιχεία των επαρχιών της Ασίας και της Ευρώπης. Στους κόλπους της προσφεύγουν τυχοδιώκτες και από τη Δύση και από την Ανατολή. Σε μικρό χρονικό διάστημα τους μεταβάλλει σε Έλληνες: λησμονούν τα βάρβαρα ιδιώματά τους και αποδέχονται τη γλώσσα του Βυζαντίου. Οι ειδωλολατρικές τους προλήψεις υποχωρούν μπροστά στην Ορθοδοξία του. Το Βυζάντιο τους δέχεται άξεστους, βάρβαρους και τους αποδίδει στους δρόμους της τεράστιας αυτοκρατορίας του, εγγράμματους, σοφούς, θεολόγους, ικανούς διοικητές και εύστροφους κρατικούς λειτουργούς».[12]
[1] Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, Dimitri Obolensky, Θεσσαλονίκη, 1991, σ.79
[2] Εθνογέννηση των Πρωτοσλάβων, Β. Σεδόβ, εισήγηση στην Ακαδημία Επιστημών της Ρωσίας, 2002
[3] Dimitri Obolensky, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 87.
[4] Μ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα, 2000.
[5] Β. Σεδόβ, Οι Σλάβοι κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα, Μόσχα, 1995, σ.162
[6] ό.π., σ. 149.
[7] Στην Κορινθία 24, Αργολίδα 18, Αχαΐα 95, Ήλιδα 34, Τριφυλλία 42, Αρκαδία 94 κατά τον Μαξ Βάσμερ, Die Slaven in Griechenland, Βερολίνο, 1941, σσ. 128-140
[8] Οι Σλάβοι στην Πελοπόννησο, Περικλή Ροδάκη, εφημερίδα «Στυξ», 13/05/2006
[9] Dimitri Obolrnsky, ο.π. σ. 131
[10] Dimitri Obolrnsky, ό.π. σ. 141.
[11] Μ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα, 2000, σ. .65
[12] A. Rambaud, L’empire grec au Xe siècle. Contantin Porhyrogenete, Paris, 1870.
Ειρήνη Γκαβριλιούκ
Οι πρώτες εισβολές των Σλάβων, οι οποίες δεν έλαβαν μεγάλες διαστάσεις, έγιναν από τη βασιλεία του Ιουστίνου Α΄ (518-527), έως την έναρξη της βασιλείας του Ιουστινιανού (527-565). Μέχρι εκείνη την εποχή το Βυζάντιο ακόμη μπορούσε με όπλα να υπερασπίσει τα σύνορά του. Για τη φύση των επιδρομών ο Βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος μας πληροφορεί, ότι οι περιοχές από το Ιόνιο Πέλαγος ως τα προάστια της Κωνσταντινούπολης μαζί με την Ελλάδα κατακλυζόταν από Ούννους (Βουλγάρους), Σκλαβίνους και Άντες σχεδόν κάθε χρόνο απ’την εποχή που ο Ιουστινιανός ανέλαβε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι οποίοι προξενούσαν ανείπωτα δεινά στους κατοίκους. Η περιοχή, που περιγράφει ο Προκόπιος, καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της Βαλκανικής χερσονήσου, ωστόσο αυτές οι ετήσιες καταστροφικές επιδρομές που γίνονταν με στόχο τη λεία, μετά τις οποίες οι βάρβαροι αποσύρονταν πέρα απ’το Δούναβη, περιορίζονταν αρχικά κυρίως στην ύπαιθρο και δεν κατέληγαν ακόμη σε μόνιμες εγκαταστάσεις Σλάβων στα Βαλκάνια. Από το 550 μ.Χ. η διάρκεια των επιδρομών άρχισε να μεγαλώνει, οι Σλάβοι ξεχειμώνιαζαν πλέον στις κατακτημένες περιοχές, μερικές φορές καταλάμβαναν βυζαντινά φρούρια και πετύχαιναν να τα διατηρούν για ορισμένα χρόνια. Η αυξημένη αποτελεσματικότητα μπορεί να οφειλόταν στη στρατιωτική ικανότητα των Βουλγάρων, οι οποίοι άρχισαν να ηγούνται τις Σλαβικές εισβολές. Για την αντιμετώπισή τους ο Ιουστινιανός οργάνωσε ένα σύστημα με οχυρωμένα παρατηρητήρια και φρούρια. Το βάθος στο οποίο έφταναν οι εισβολές των Σλάβων μαρτυρείται από το γεγονός ότι η τρίτη οχυρωμένη ζώνη έφτανε βαθιά στο εσωτερικό της χερσονήσου και εκτεινόταν νότια μέσω της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας μέχρι τις Θερμοπύλες και τον Ισθμό της Κορίνθου. Η αδυναμία του στρατού να περιφρουρήσει τα μακρά σύνορα και να εμποδίσει τους Σλάβους και τους Βουλγάρους οδήγησε τον Ιουστινιανό να αναζητήσει διαφορετικά μέσα για την υπεράσπιση της μεθορίου. Αυτά ήταν οι δοκιμασμένες μέθοδοι της Ρωμαϊκής διπλωματίας. Ο Ιουστινιανός ήταν αυτός, που περισσότερο απ’όλους καλλιέργησε και κληροδότησε στους διαδόχους του μια αντίληψη για τη διπλωματία ως μια περίπλοκη επιστήμη και μια καλή τέχνη, στην οποία η στρατιωτική πίεση, η πολιτική ευφυΐα, η δωροδοκία κι η θρησκευτική προπαγάνδα συγχωνεύονταν σε ένα πανίσχυρο όπλο[3] του Βυζαντίου. Όμως η διπλωματία του Ιουστινιανού στο βορρά έπασχε από δύο αδυναμίες: από τη μία πλευρά τα τεράστια χρηματικά ποσά που σπαταλούσε η Αυτοκρατορία προς τους βαρβάρους, για να αποτρέψει τις επιθέσεις τους ήταν μια καταστροφική αφαίμαξη για το θησαυροφυλάκιο. Επιπλέον, υπήρχε μια δυσαρέσκεια μεταξύ των υπηκόων ότι η Αυτοκρατορία ήταν αναγκασμένη να πληρώνει με τόσο ταπεινωτικό τρόπο τις συμμορίες των βαρβάρων. Από την άλλη μεριά, οι ίδιοι οι βάρβαροι ενθαρρύνονταν απ’τη γενναιοδωρία του Ιουστινιανού, και επέστρεφαν για να απαιτήσουν περισσότερα χρήματα. Όπως γράφει ο Προκόπιος: «Γιατί αυτοί οι βάρβαροι, έχοντας δοκιμάσει μια φορά το Ρωμαϊκό πλούτο, δεν ξέχασαν ποτέ το δρόμο που οδηγούσε σ’αυτόν…».
Στη συνέχεια, ένα άλλο γεγονός κατά το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού επιδείνωσε την κατάσταση στα βόρεια σύνορα. Οι Αβάροι, νομαδικός λαός, που αποτελούταν από Μογγολικά και Τουρκικά φύλα, μόλις κατέφθασαν στις περιοχές βορείως του Καυκάσου. Η Κωνσταντινούπολη δέχτηκε μια πρεσβεία των Αβάρων, των οποίας οι αιτήσεις ήταν συνηθισμένες: πολύτιμα δώρα, ένα ετήσιο χρηματικό ποσό και εύφορες περιοχές να εγκατασταθούν. Αν και η τελευταία απαίτηση αγνοήθηκε από τον Αυτοκράτορα, οι Αβάροι συνήψαν μια συνθήκη και υποσχέθηκαν να πολεμήσουν τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας. Οι Αβάροι προήλασαν προς δυσμάς, υπέταξαν κάποιες Βουλγαρικές φυλές, τους Άντες της Βεσσαραβίας και βρέθηκαν στον Κάτω Δούναβη.
Οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο έμπαιναν σε μια κρίσιμη φάση. Η Αβάροι επεξέτειναν συνεχώς τις κατακτήσεις τους, υποτάσσοντας και τους Σκλαβίνους και αναδείχθηκαν ως κυρίαρχη δύναμη στην Κεντρική Ευρώπη. Ο Ιουστίνος Β΄ (565-578) αρνήθηκε να πληρώσει φόρο και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεχυθούν οι Αβαροσλαβικές ορδές στα Βαλκάνια. Ο Ιωάννης ο Εφέσιος περιγράφει το έτος 584: «Αυτό το ίδιο έτος…ήταν ξακουστό επίσης για την επιδρομή ενός απαίσιου λαού, με τ’όνομα Σλάβοι, που κατέκλυσε ολόκληρη την Ελλάδα, και τη χώρα των Θεσσαλονικέων, κι όλη τη Θράκη, και κυρίεψε πόλεις, και κατέλαβε πολυάριθμα φρούρια, και κατέστρεψε κι έκαψε, και σκλάβωσε το λαό, κι έγινε κύριος όλης της υπαίθρου, κι εγκαταστάθηκε σ’αυτή διά της βίας, και κατοίκησε σ’αυτή σα να ήταν δική του χωρίς φόβο. Κι ως τώρα έχουν παρέλθει τέσσερα χρόνια, κι ακόμη, επειδή ο βασιλιάς είναι μπλεγμένος στον πόλεμο με τους Πέρσες κι έχει στείλει όλες τις δυνάμεις του στην Ανατολή, ζουν με την άνεσή τους στην χώρα … Και σε τέτοια έκταση φτάνουν οι καταστροφές τους, που έχουν σκαρφαλώσει ακόμη και στα εξωτερικά τείχη της πόλης (δηλ. το Μακρό Τείχος της Κωνσταντινούπολης)».
Οι Σλάβοι παρουσιάζονται ως ικανοί στρατιώτες, και δεν εμφανίζονται πια ως περαστικοί παρείσακτοι, οι οποίοι αφού ολοκληρώσουν τις επιδρομές τους επιστρέφουν στις πατρίδες τους. Σύμφωνα με τη γνώμη των επιστημόνων, πρόκειται για μία πρώιμη μαρτυρία αναφερόμενη σε παράδειγμα μόνιμων Σλαβικών εγκαταστάσεων. Η κατάκτηση της Βαλκανικής χερσονήσου από τους Σλάβους φαίνεται να πραγματοποιήθηκε κυρίως κατά τη βασιλεία του Φωκά (602-610) και στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου (610-641). Ο Φωκάς μάλιστα έκανε το σφάλμα να μεταφέρει στρατεύματα από το Δούναβη στη Μ. Ασία κι έτσι οι ευρωπαϊκές επαρχίες έμειναν εκτεθειμένες στις επιδρομές χωρίς αποτελεσματική στρατιωτική κάλυψη.[4]
Το 626 οι Σλάβοι, απελευθερωμένοι από την Αβαρική επικυριαρχία, συνεχίζουν τις επιδρομές τους και προωθούνται νότια προς την Πελοπόννησο, διασχίζοντας τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Επιπλέον ρίχτηκαν στη θάλασσα και λεηλάτησαν τα νησιά του Αιγαίου ακόμη και την Κρήτη. Οι επιδρομές αυτές φαίνεται ότι διήρκεσαν περίπου δύο δεκαετίες. Τότε ήταν προφανώς η περίοδος που εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο. Μερικές δεκαετίες αργότερα στις όχθες του Δούναβη εμφανίζονται οι Βούλγαροι.
Η Παλαιά Μεγάλη Βουλγαρία εκτεινόταν από τον Καύκασο ως το Ντον (ίσως και μέχρι τον Κάτω Δνείπερο) και λειτουργούσε ως το 642 μ.Χ. (θάνατος του ηγέτη τους Κόβρατ) ως φύλακας των Βυζαντινών συμφερόντων στην περιοχή του Βορείου Καυκάσου και των στεπών της Νότιας Ρωσίας. Η Παλαιά Μεγάλη Βουλγαρία κατέρρευσε από τα χτυπήματα ενός νέου εισβολέα απ’την Ασία, των Χαζάρων. Στη διασπορά των εθνών που ακολούθησε, ένα από τα παρακλάδια του λαού των Ονογούρων εμφανίστηκε ξαφνικά σαν απειλητικό σύννεφο στο βόρειο ορίζοντα του Βυζαντίου. Οδηγημένη από τον Ασπαρούχ, γιό του Κόβρατ, μια αρκετά μεγάλη ορδή κινήθηκε δυτικά διασχίζοντας τη στέπα και το 670 έφθασε στο δέλτα του Δούναβη. Ακολούθησαν μερικές πολεμικές συγκρούσεις με τους Βυζαντινούς, οι οποίες όμως δεν είχαν αίσιο για το Βυζάντιο αποτέλεσμα. Το 681 ο Κωνσταντίνος Δ΄ έκλεισε ειρήνη με τον Ασπαρούχ, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την ύπαρξη ενός βαρβαρικού κράτους και στις δύο όχθες του Δούναβη εντός της αυτοκρατορικής επικράτειας. Πριν την έλευση των Βουλγάρων, όπως στο εξής θα είναι γνωστοί οι Ουνογούροι των Βαλκανίων, οι Σλάβοι κατοικούσαν στα εδάφη αυτά.
Οι «Σκλαβινίες» τους ήταν χαλαρές φυλετικές ενώσεις, που στερούνταν σαφώς προσδιορισμένης πολιτικής δομής και σε αυτό υστερούσαν από τους Βουλγάρους, των οποίων οι πολιτικοί θεσμοί και η στρατιωτική οργάνωση είχαν αναπτυχθεί πολύ πριν έλθουν στα Βαλκάνια. Ο Ασπαρούχ δημιούργησε ένα ισχυρό βασίλειο, ηγούμενος των Σλάβων, οι οποίοι αποτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό των υπηκόων του. Με κατάλληλη φυλετική πολιτική οι Σλάβοι συμβίωσαν ειρηνικά με τους Βουλγάρους, γεγονός που διέσωσε την εθνική τους ταυτότητα, γιατί, αν δεν είχαν ενσωματωθεί στο Βουλγαρικό βασίλειο, αναμφίβολα θα είχαν εξελληνιστεί ολοκληρωτικά με το πέρασμα του χρόνου, όπως οι Σλάβοι στην Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα, κατά τους επόμενους δύο αιώνες, το σλαβικό στοιχείο κυριάρχησε σταδιακά και έτσι η αφομοίωση των τουρκικής καταγωγής Βουλγάρων από τον πολυάριθμο σλαβικό πληθυσμό επιταχύνθηκε. Έτσι, κατά τον 10ο μ.Χ. αι., η Βουλγαρία ήταν ουσιαστικά μια Σλαβική χώρα. Μετά τη σύσταση του Βουλγαρικού κράτους οι Βούλγαροι ηγήθηκαν των επιδρομών των Σλαβικών φύλων στην Ελλάδα.
Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα οι βόρειες και κεντρικές περιοχές των Βαλκανίων, από τις Άλπεις ως τη Μαύρη Θάλασσα και από την Αδριατική ως το Αιγαίο, κατέχονταν από τους Σλάβους. Μόνο σε ορισμένες παραθαλάσσιες περιοχές και σε απροσπέλαστα βουνά μπόρεσαν να διατηρηθούν οι προϋπάρχοντες πληθυσμοί. Στην Ελλάδα, η Θεσσαλία, η Ήπειρος και οι δυτικές περιοχές της Πελοποννήσου παρουσίαζαν πυκνή κατοίκηση Σλάβων. Ο εποικισμός της Πελοποννήσου, βάσει των ιστορικών δεδομένων, πραγματοποιήθηκε σε 2 φάσεις: η πρώτη ανέρχεται στις τελευταίες δεκαετίες του 6ου αι., όταν οι Σλάβοι κατέλαβαν την Κόρινθο και κάποιο μικρό ποσοστό τους παρέμεινε. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αι. , όταν πολυπληθή κύματα εποίκων πλημμύρισαν τη χερσόνησο. Οι παραθαλάσσιες πόλεις (η Αθήνα, η Κόρινθος, η Πάτρα, το Αίγιο κ.λπ.) μπορούσαν να βοηθηθούν από τη θάλασσα, γι’αυτό και διατήρησαν βυζαντινές φρουρές για κάποιο χρονικό διάστημα.
Η άμυνα απέναντι στη σλαβική διείσδυση ήταν πολύ πιο αποτελεσματική στα αστικά κέντρα, στις επίμαχες οικονομικά και στρατηγικά θέσεις. Ο Ισίδωρος της Σεβίλλης έγραψε χωρίς σχεδόν να υπερβάλλει ότι στην αρχή της βασιλείας του Ηρακλείου «οι Σλάβοι πήραν την Ελλάδα απ’τους Ρωμαίους». Μεταξύ του 723 και 728 ο προσκυνητής Willibald, στο ταξίδι από τη Δυτική Ευρώπη προς την Παλαιστίνη σταμάτησε στη Μονεμβασιά, μια πόλη, η οποία, όπως μας πληροφορεί ο βιβλιογράφος του, βρισκόταν «στα χέρια των Σλάβων». Και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, περιγράφοντας την Πελοπόννησο, δηλώνει ότι μετά την πανούκλα του 746-747 «ολόκληρη η χώρα εκσλαβίστηκε κι έγινε βαρβαρική».
Ωστόσο, κρίνεται απαραίτητη η προσπάθεια να εκτιμηθούν τα πιο άμεσα αποτελέσματα αυτών των επιδρομών και εγκαταστάσεων. Κατ’αρχήν, ήταν τελείως καταστροφικές, διότι οι Σλάβοι εισέβαλαν αποφασισμένοι να κατακτήσουν. Οι καταστροφές, που προκάλεσαν, ήταν εκτεταμένες και ολοκληρωτικές. Οι πόλεις λεηλατήθηκαν, μεγάλες περιοχές της υπαίθρου ερημώθηκαν, η Βυζαντινή διοικητική μηχανή κατέρρευσε εντελώς, ενώ ο Χριστιανισμός, που κάποτε άνθιζε, έσβησε για αρκετούς αιώνες.
Επιπλέον, η εγκατάσταση των Σλάβων στη γραμμή Ιλλυρικού – Δούναβη συνέβαλε στην αποξένωση μεταξύ του Ελληνικού και του Λατινικού μισού της Χριστιανοσύνης. Για όσο διάστημα κατοικούσε στο Ιλλυρικό ένας αρκετά μεγάλος λατινόφωνος πληθυσμός συμβιώνοντας ειρηνικά με τους Έλληνες, κι οι διαβαλκανικοί δρόμοι μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης παρέμειναν ανοιχτοί, η Βαλκανική Χερσόνησος αποτελούσε μια γέφυρα μεταξύ του Βυζαντίου και του Λατινικού κόσμου. Οι Σλαβικές επιδρομές απομάκρυναν σε μεγάλο βαθμό τα λατινόφωνα στοιχεία του Ιλλυρικού. Οι Σλάβοι στάθηκαν εμπόδιο στα Βαλκάνια, γεγονός, που συνέβαλε στη διεύρυνση του πολιτιστικού χάσματος μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης. Η Λατινική, που μέχρι αυτή την εποχή ήταν η επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αντικαταστάθηκε στο πρώτο μισό του 7ου αι. από την Ελληνική και γρήγορα σχεδόν ξεχάστηκε. Οι ρωμαϊκές παραδόσεις παρέμειναν βέβαια ισχυρές στα πεδία του νόμου, της διακυβέρνησης, της πολιτικής σκέψης.
Ο φυσικός φραγμός στις διαβαλκανικές επικοινωνίες άρθηκε σε κάποιο βαθμό τον 9ο αι., όταν οι περισσότεροι Βαλκανικοί Σλάβοι μεταστραφήκαν στο Χριστιανισμό. Εντούτοις παραμένει αλήθεια ότι η Σλαβική κατοχή των Βαλκανίων συνέβαλε στην αμοιβαία αποξένωση μεταξύ Ελλήνων και Ρωμαίων κατά τον 7ο και 8ο αι., μια περίοδο καθοριστική, κατά την οποία πολιτικοί και θρησκευτικοί παράγοντες απομάκρυναν ολοένα και περισσότερο τη Βυζαντινή απ’τη Ρωμαϊκή εκκλησία.
Για πόσο οι Σλάβοι παρέμειναν ο κυρίαρχος πληθυσμός στην Πελοπόννησο; Πόσο μόνιμα επηρέασε ο εποικισμός τους το εθνογραφικό τοπίο και την πολιτιστική ζωή της περιοχής; Πόσο επιτυχείς ήταν οι προσπάθειες των Βυζαντινών αρχών να τους εντάξουν και να τους εξελληνίσουν; Πρόκειται για ερωτήματα, που χρήζουν ιδιαίτερης προσέγγισης.
Για να απαντήσουμε σ’αυτές τις ερωτήσεις πρέπει να αναζητήσουμε τι ήταν οι Σλάβοι κατά τον καιρό της εγκατάστασής τους στην Πελοπόννησο. Η μελέτη του θέματος δυστυχώς δε μπορεί να βασιστεί κατ’ αποκλειστικότητα στα αρχαιολογικά δεδομένα. Οι ομάδες των Σλάβων κατά τις μετακινήσεις τους έρχονταν σε επαφή με διάφορους πολιτισμούς και εθνικές ομάδες διάσπαρτες στα Βαλκάνια, δανείζοντας και αφομοιώνοντας πρόθυμα τα επιτεύγματα του ανώτερου, σε σχέση με αυτούς, βυζαντινού πολιτισμού.
Επιπλέον, η Βαλκανική Χερσόνησος και κατά την προβυζαντινή περίοδο υπήρξε περιοχή με ανώτερη πολιτισμική εξέλιξη ήδη από τη Ρωμαϊκή εποχή. Οι Σλάβοι, γνωρίζοντας τον πολιτισμό των πόλεων της Αδριατικής και των Βόρειων επαρχιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (τέχνες, αγγειοπλαστική, τρόπο οικοδομήσεως κ.ά.), τον αφομοιώνουν πολύ γρήγορα και κατά τη μετέπειτα εξάπλωσή τους στα Βαλκάνια χρησιμοποιούν τα ίδια αντικείμενα (κεραμική) με το γηγενή πληθυσμό.
Οι πηγές του τέλους του 6ου αι. και των αρχών του 7ου μας πληροφορούν ότι οι πρωτοεμφανιζόμενοι Σλάβοι στη Θεσσαλονίκη έπαιρναν δια της βίας γεωργικά εργαλεία από τους αγρότες της περιοχής.[5] Οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στη Βυζαντινή επικράτεια, δεν έχτιζαν πλέον ημιυπόγειες κατοικίες, κατασκεύαζαν την κεραμική τους με τη χρήση του αγγειοπλαστικού τροχού και δεν εφάρμοζαν την καύση των νεκρών (αναιρώντας έτσι και τα τρία βασικά στοιχεία του υλικού πολιτισμού των πρώιμων Σλάβων και καθιστώντας τη μελέτη αρχαιολογικών δεδομένων πολύ δύσκολη). Η εξάπλωση των Σλάβων στη Βαλκανική κατ’ αυτόν τον τρόπο οδήγησε στην ελαχιστοποίηση των διαφορών στον υλικό πολιτισμό με το γηγενή πληθυσμό.[6]
Η εισβολή των Σλάβων στην Πελοπόννησο φαίνεται να ξεκίνησε τον 6ο μ.Χ. αι. με μικρές ομάδες, οι οποίες σταδιακά πλήθαιναν. Δίοδός τους, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, υπήρξαν τα Στενά Αντίρριου – Ρίου, απ’όπου πέρασαν ερχόμενοι από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Προς αυτό συνηγορούν η απουσία ενδείξεων εκτεταμένων καταστροφών στο ανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου καθώς και ο περιορισμένος αριθμός σλαβικών τοπωνυμίων, οι πληθώρα των οποίων υπάρχει στο δυτικό και κεντρικό της τμήμα[7]. Πιθανόν κατά τις πρώιμες επιδρομές μικρές ομάδες Σλάβων να παρέμειναν σε κάποιες περιοχές χωρίς να αναστατώσουν με την παρουσία τους την ισορροπία της Βυζαντινής κοινωνίας.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε κατά τις ύστερες επιδρομές. Οι Σλάβοι επέλεγαν να εγκατασταθούν στις κοιλάδες των ποταμών, σε υψώματα, πλαγιές βουνών και για κάποιο διάστημα απέφευγαν τα παράλια, όπου διατηρήθηκαν για αρκετό διάστημα βυζαντινές φρουρές. Πολλές φορές επέλεγαν να εγκατασταθούν σε ερημωμένους οικισμούς των Ελλήνων χρησιμοποιώντας τα σπίτια τους.
Στην Πελοπόννησο οι κατοικίες τους ήταν επίγειες και κάθε νοικοκυριό διέθετε τα απαραίτητα κτίσματα που απαιτεί ο γεωργικός χαρακτήρας του οικισμού. Σε κάποιους οικισμούς συναντάμε και δεξαμενές συλλογής υδάτων. Το γεγονός ότι δε βρέθηκαν οικίες, που να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μεταξύ των Σλάβων δεν είχε ξεκινήσει διαδικασία κοινωνικής διαστρωμάτωσης και δεν υπήρχε σταθερή ηγεσία.
Η ρυμοτομία των Σλαβικών οικισμών δεν ακολουθεί ενιαίο τύπο. Οι οικίες ήταν διασκορπισμένες χωρίς σχέδιο/ακανόνιστα στις πλαγιές του υψώματος ή στις όχθες του ποταμού. Οι Σλάβοι έποικοι αφομοίωσαν γρήγορα την οικοδομική τέχνη των Ελλήνων, έφεραν όμως μαζί τους και καινούργιες γνώσεις, τις οποίες απέκτησαν κατά την περιπλάνησή τους στα Βαλκάνια. Μεταξύ αυτών είναι οι νερόμυλοι, γνωστοί από τις ρωμαϊκές επαρχίες, η σβάρνα (βολοκόπος) κατάλληλη για τις πεδιάδες (μέχρι τότε οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ένα άλλο είδος κατάλληλο κυρίως για ορεινά εδάφη), οι κόσες, τα δρεπάνια, η δικέλλα, εργαλεία διαδεδομένα κυρίως στις ρωμαϊκές αγροτικές περιοχές.
Σημαντικό μέρος της ασχολίας των Σλάβων επήλυδων παρέμεινε και η κτηνοτροφία, η οποία ανθούσε στις ορεινές περιοχές. Επίσης, ήταν ευρέως διαδεδομένη η κατεξοχήν παραδοσιακή τέχνη των Σλάβων, όπως η ξυλουργική. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις διαλέκτους της Πελοποννήσου εντοπίζονται δάνεια από τη σλαβική γλώσσα όσον αφορά στα ξυλουργικά εργαλεία. Επιπλέον, οι Αβάροι εκμεταλλεύτηκαν τους Σλάβους μαστόρους για την κατασκευή πλοίων. Οι ίδιοι κατασκεύαζαν πλοία, με τα οποία έκαναν τις εξορμήσεις τους από την Πελοπόννησο σε διάφορα νησιά του Αιγαίου.
Οι Σλάβοι δεν ήταν λαός νομαδικός, αλλά είχαν μόνιμη κατοικία και ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έφτασαν στην Ελλάδα ως συγκροτημένοι γεωργοί και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες. Καλλιεργούσαν σιτηρά και λοιπά γεωργικά προϊόντα, το περίσσευμα των οποίων προοριζόταν για τις αστικές αγορές. Δεν είχαν αναπτύξει το εμπόριο, καθώς δε βρίσκονταν σε αναπτυγμένο στάδιο οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης και δε γνώριζαν αστικό βίο. Αναμφισβήτητα, έρχονταν σε επαφή με το γηγενή πληθυσμό και συμβίωναν μαζί του.
Δεν έχουμε αναφορές για την ύπαρξη Σκλαβινιών στην Πελοπόννησο, όπως στις άλλες περιοχές της Ελλάδας. Πιθανότατα, οι Σλάβοι της Πελοποννήσου να ήταν οργανωμένοι σε κάποιο είδος χαλαρών φυλετικών ομάδων, δε διαθέτουμε όμως πληροφορίες για την ύπαρξη κάποιας μορφής κυβέρνησης.
Όσον αφορά στην ονομασία των Σλαβικών φυλών, που κατοικούσαν στην Πελοπόννησο, δε διαθέτουμε επαρκείς πληροφορίες. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος διηγούμενος τις στρατιωτικές εκστρατείες του Μιχαήλ Γ΄ (842-867) με σκοπό την καθυπόταξη των Σλάβων, πληροφορεί ότι υπέταξαν τους Μίληγγους και τους Εζερίτες, οι οποίοι κατοικούσαν στον Ταΰγετο, οι μεν στη δυτική πλευρά, οι δε στην ανατολική. Ο ιστορικός Π. Ροδάκης μας δίνει διαφορετική θεώρηση των Σλαβικών εγκαταστάσεωνστην Πελοπόννησο: «Ο Κωνσταντίνος Ε΄ (741-775) αποφασίζει να μεταφέρει εδώ ένοπλα τμήματα, «τύπου ακριτών», για να προστατεύσει την χώρα (δημογραφική κρίση μετά την πανώλη και συνεχείς επιθέσεις των Σαρακηνών πειρατών συμ. συγγρ.). Έτσι κατόρθωσε να μισθώσει δύο ομάδες Σλάβων: τους Μίληγγες και τους Εζερίτες, που τους τοποθέτησε στις πλαγιές του Ταΰγετου και του Ερυμάνθου. Οι του Ταϋγέτου ανέλαβαν τον έλεγχο των νοτίων παραλίων της Πελοποννήσου και εκείνες του Ερυμάνθου τα δυτικά παράλια προς το Ιόνιο Πέλαγος. Την ίδια εποχή εγκαθίστανται και στα Αροάνια (Χελμός) για τον ίδιο σκοπό… Αυτοί οι Σλάβοι φρουροί ήταν αυτόνομοι και πολλές φορές θα εξεγερθούν κατά των Βυζαντινών, αλλά πάντα υποτάσσονταν στις ένοπλες δυνάμεις χωρίς να εκδιώκονται και μένουν υποτελείς του Βυζαντίου στην ίδια περιοχή… Αργότερα οι Σλάβοι αυτοί εντοπίζονται σε τρία σημεία της Πελοποννήσου: στον Ταΰγετο, στα Αροάνια ή Χελμό (το δεύτερο αυτό όνομα είναι σλαβικό και σημαίνει Κρύο Βουνό) και στον Ερύμανθο, στα περίφημα Νεζεροχώρια. Εδώ είχαν αφήσει την παρουσία τους σε πολλά τοπωνύμια (Στρέζοβα, Αναστάσοβα, Ζελίνα, Πετρίνα, Λεβέτσοβα, Ζαρούχλα, Ζάχωλη, Ζαχλωρού, Βεργουβίτσα, Τουρλάδα, Κόκοβα, Μοστίτσι, Τσαρούχλι, Ζαγορά, Βάλτος, Κεράσοβα, Τοπόριτσα, Γλόγοβα, Βλοβοκά, Κερνίτσα, Βοστίτσα, Βισοκά, Σοποτό κλπ»[8]
Κατά τη βασιλεία του Νικηφόρου Α΄ (802-811) οι Σλάβοι της Πελοποννήσου εξεγέρθηκαν και επιτέθηκαν στην Πάτρα. Η εξέγερση κατεστάλη υπό τις προσωπικές διαταγές του Αυτοκράτορα. Μετά από το γεγονός αυτό, ο Νικηφόρος παρέδωσε τους στασιαστές ως σκλάβους στην εκκλησία της πόλης, ενώ, για να κρατήσει υπό έλεγχο τους Σλάβους, μετέφερε με τη βία στα Βαλκάνια παροικίες Χριστιανών από διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς θεώρησαν ότι η ήττα των Σλάβων στην Πάτρα σήμαινε το τέλος της Σλαβικής κατοχής στην Πελοπόννησο. Αυτή ήταν μια υπεραισιόδοξη άποψη, γιατί οι Σλάβοι της Πελοποννήσου εξεγέρθηκαν ξανά πολλές φορές. Σλαβικές φυλές διατήρησαν μέχρι την Τουρκική κατάκτηση του 15ου αι. τη γλώσσα τους, την εθνική τους ταυτότητα και μια παράδοση ανυποταξίας προς την αυτοκρατορική κυβέρνηση. Παρ’ολ’αυτά, η νίκη του Νικηφόρου Α΄ επί των Σλάβων στην Πάτρα ήταν ένα αποφασιστικό βήμα για την αποκατάσταση της Βυζαντινής κυριαρχίας στο νότιο τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου.[9]
Η κυριαρχία του σλαβικού στοιχείου διήρκησε πάνω από 200 χρόνια. Στα τέλη του 8ου αι. η κατάσταση των πραγμάτων άλλαξε. Μετά τη στρατιωτική επανάκτηση ακολούθησε η ένταξη των «Σκλαβινιών» στη διοικητική διάρθρωση της Αυτοκρατορίας. Μεταξύ του 7ου και του 11ου αι. οι βασικές μονάδες της βυζαντινής επαρχιακής διοίκησης ήταν τα θέματα. Η διαδικασία απορρόφησης των Σκλαβινιών σε δίκτυο θεμάτων επιταχύνθηκε τον 9ο αι. Αυτή την εποχή εμφανίζεται το θέμα της Πελοποννήσου με κέντρο την Κόρινθο. Επιγραμματικά αναφέρουμε τα μέσα με τα οποία το Βυζαντινό κράτος αντιμετώπισε το πρόβλημα ένταξης του Σλαβικού πληθυσμού στην Ελληνική κοινωνία: α) αναγνώριση της αυτοκρατορικής εξουσίας από τις ομάδες των Σλάβων, β) στρατολόγησή τους στο βυζαντινό στρατό, γ) επιβολή φορολογίας, δ) διορισμός ως αρχόντων βυζαντινών αξιωματούχων και όχι τοπικών Σλάβων αρχηγών, ε) εκτοπισμός και μετακίνηση πληθυσμών.
Οι Μίληγγες και οι Εζερίτες υποχρεώθηκαν τον 10ο αι. ν’αποδεχθούν έναν επικεφαλής αρχηγό διορισμένο απ’τον επαρχιακό κυβερνήτη, να αναλαμβάνουν στρατιωτικές υπηρεσίες υπ’αυτόν και γενικά να εκτελούν τα δημόσια καθήκοντα που υποχρεούνταν να εκπληρώνουν οι χωρικοί της ανώτερης κοινωνικής βαθμίδας.
Η ενσωμάτωση των Σλάβων στη διοικητική διάρθρωση των θεμάτων συμβάδισε με μια αποφασιστική προσπάθεια να προχωρήσει η πολιτιστική αφομοίωσή τους. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την επίτευξη αυτού του σκοπού ήταν να προσηλυτισθούν στο Χριστιανισμό. Στις παράλιες ζώνες το έργο του εκχριστιανισμού άρχισε σε μεγάλη κλίμακα στις αρχές του 9ου αι. και ολοκληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στα τέλη του 10ου αι. Οι ήδη υπάρχουσες επισκοπές και μητροπόλεις υποβοηθούνται με την ίδρυση μεγάλου αριθμού επισκοπών. Τα κύρια κέντρα ιεραποστολικής δραστηριότητας με σκοπό την αναζωογόνηση της θρησκευτικής ζωής στην Πελοπόννησο ήταν η Πάτρα, η Κόρινθος, το Άργος, η Σπάρτη, η Μονεμβασιά και η χερσόνησος της Μάνης, η οποία εκχριστιανίστηκε απ’το πιο ξακουστό Πελοποννήσιο ιεραπόστολο, τον Άγιο Νίκωνα τον «Μεταννοείτε» (πέθανε το 998 μ.Χ.).
Αντίθετα με τις σλαβικές περιοχές, που βρίσκονταν πέρα από τα Βυζαντινά σύνορα, όπου οι Βυζαντινοί ενθάρρυναν τη διάδοση του Χριστιανισμού στη σλαβική διάλεκτο, εδώ χρησιμοποιήθηκε η ελληνική ως γλώσσα της Λειτουργίας. Η ελληνική δεν ήταν μόνο το εκκλησιαστικό ιδίωμα, αλλά και η γλώσσα των δημοσίων υπηρεσιών, των ενόπλων δυνάμεων και της καλής κοινωνίας. Έτσι, η γνώση της Βυζαντινής Ελληνικής έγινε από εδώ και στο εξής απαραίτητη προϋπόθεση για μια καλή θέση και μια επιτυχημένη καριέρα.
Οποιαδήποτε άποψη κι αν διατηρούμε για την εθνική προέλευση των κατοίκων της νεότερης Ελλάδας (θεωρία του Ι. Φαλμεράγιερ) πέρα από κάθε αμφισβήτηση είναι σίγουρα ότι οι Σλάβικες φυλές, που στα πρώτα μεσαιωνικά χρόνια είχαν εποικίσει, ουσιαστικά, ολόκληρη την Πελοπόννησο, άρχισαν να χάνουν την πολιτική τους ανεξαρτησία και την εθνική τους ταυτότητα κατά τον 9ο αι. Η αφομοίωσή τους προκλήθηκε από την ενσωμάτωσή τους στη δομή των βυζαντινών θεμάτων, από την αποδοχή του Χριστιανισμού και από τη γοητεία, που ασκούσε πάνω τους το ανώτερο κύρος της Βυζαντινής εξουσίας κι ο ελληνικός πολιτισμός. Παρά τη συνεχιζόμενη αντίσταση απομονωμένων Σλαβικών θυλάκων – ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου – η διαδικασία αφομοίωσης δεν έχασε ποτέ την ορμή της μετά τα μέσα του 9ου αιώνα[10]. Οι αποστασίες μερικών σλαβικών ομάδων όμως δεν υπέκρυπταν εθνική αντιπαράθεση, αλλά οφείλονταν σε αντίδραση έναντι δυσμενών, οικονομικών κυρίως, μέτρων της βυζαντινής διοίκησης[11].
Συνοψίζοντας, θα θέλαμε να παραθέσουμε την άποψη του Α. Rambaud, μη δυνάμενοι να εκφραστούμε καλύτερα επί του θέματος: «Μεταξύ δύο ηπείρων η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται σα ζωντανός βλαστός ανάμεσα σε δύο κοτυληδόνες: αφομοιώνει, κατεργάζεται και μεταπλάσσει τα ετερόκλητα στοιχεία των επαρχιών της Ασίας και της Ευρώπης. Στους κόλπους της προσφεύγουν τυχοδιώκτες και από τη Δύση και από την Ανατολή. Σε μικρό χρονικό διάστημα τους μεταβάλλει σε Έλληνες: λησμονούν τα βάρβαρα ιδιώματά τους και αποδέχονται τη γλώσσα του Βυζαντίου. Οι ειδωλολατρικές τους προλήψεις υποχωρούν μπροστά στην Ορθοδοξία του. Το Βυζάντιο τους δέχεται άξεστους, βάρβαρους και τους αποδίδει στους δρόμους της τεράστιας αυτοκρατορίας του, εγγράμματους, σοφούς, θεολόγους, ικανούς διοικητές και εύστροφους κρατικούς λειτουργούς».[12]
[1] Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, Dimitri Obolensky, Θεσσαλονίκη, 1991, σ.79
[2] Εθνογέννηση των Πρωτοσλάβων, Β. Σεδόβ, εισήγηση στην Ακαδημία Επιστημών της Ρωσίας, 2002
[3] Dimitri Obolensky, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 87.
[4] Μ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα, 2000.
[5] Β. Σεδόβ, Οι Σλάβοι κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα, Μόσχα, 1995, σ.162
[6] ό.π., σ. 149.
[7] Στην Κορινθία 24, Αργολίδα 18, Αχαΐα 95, Ήλιδα 34, Τριφυλλία 42, Αρκαδία 94 κατά τον Μαξ Βάσμερ, Die Slaven in Griechenland, Βερολίνο, 1941, σσ. 128-140
[8] Οι Σλάβοι στην Πελοπόννησο, Περικλή Ροδάκη, εφημερίδα «Στυξ», 13/05/2006
[9] Dimitri Obolrnsky, ο.π. σ. 131
[10] Dimitri Obolrnsky, ό.π. σ. 141.
[11] Μ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα, 2000, σ. .65
[12] A. Rambaud, L’empire grec au Xe siècle. Contantin Porhyrogenete, Paris, 1870.
Ειρήνη Γκαβριλιούκ
No comments:
Post a Comment