Την ιδέα να περιηγούμεθα αφηγούμενοι τον τόπο μας κρατώντας ανά χείρας τους ποιητές και στοχαστές μας την οφείλουμε στους Περιηγητές από την εποχή του Παυσανία.
Ο Θανάσης Βαλτινός στο κείμενο που έγραψε σε ένα πανέμορφο Λεύκωμα με φωτογραφίες του Νίκου Δεσύλλα για την Πελοπόννησο (Εικόνες Μύθου και Ιστορίας, Εκδόσεις Σύνολο, Αθήνα 2003) αναφέρει τον Παυσανία: «…Από τις τρεις φυλές που κατοικούν την Πελοπόννησο, οι Αρκάδες και οι Αχαιοί είναι αυτόχθονες. Οι Δωριείς έβγαλαν τους Αχαιούς από τη χώρα τους, οι Αχαιοί όμως δεν εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο, αλλά έδιωξαν τους Ίωνες και εγκατάστηθηκαν στην χώρα που πριν λεγόταν Αιγιαλός και τώρα πήρε το όνομά της από τους Αχαιούς αυτούς (Αχαϊα)…».
Ο Θανάσης Βαλτινός συνεχίζει την δική του επί-σκεψη ως εξής: «Η ισχύουσα τώρα διαίρεση της Πελοποννήσου είναι απλώς διοικητική – κατά τα άλλα ελάχιστα διαφέρει από αυτή που αναφέρει ο Παυσανίας… Η Πελοπόννησος έχει έκταση 21.439 τετραγωνικών χιλιομέτρων, κάτι παραπάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους και ακτές συνολικού μήκους 1.379 χιλιομέτρων – της Μάνης συμπεριλαμβανομένης σε αυτά. Με την σημερινή μας τουριστική νοοτροπία μπορούμε εύκολα να εκτιμήσουμε τι σημαίνει τούτο: οργανωμένα camping, χρυσές beaches, luxurious hotels και άλλα παρόμοια. Η δυνατότητα ωστόσο μιας διαφορετικής προσέγγισης είναι πάντα παρούσα».
Μια τέτοια διαφορετική προσέγγιση δίνει ο Οδυσσέας Ελύτης (Ήλιος ο Πρώτος, Ίκαρος, Αθήνα 1968):
Πίνοντας ήλιο κορινθιακό
Διαβάζοντας τα μάρμαρα
Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες
Σημαδεύοντας με το καμάκι
Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά
Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει
Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρετε
Ν’ ανοίγει
Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς
Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου
Φεύγω με μια ματιά
Ματιά πλατειά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται
Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς
Και ο Θανάσης Βαλτινός μας ρωτά: «Πόσον ήλιο μπορεί να κρατήσει στον φλοιό της μια ρώγα κορινθιακής σταφίδας; Δεν υπάρχει μέτρο, δεν υπάρχει όριο. Μπορεί να κρατήσει τον ήλιο ολόκληρο. Τουλάχιστον τον ήλιο του δικού μας γαλαξία».
Οι ποιητές μας δίνουν εικόνες απίστευτης καθαρότητας σαν τις επιφάνειες ονείρου, σαν τις χειμωνιάτικες φωτογραφίες που τράβηξε και σαν το κείμενο με τα καθαρά Ελληνικά που έγραψε η Ιρίνα (τον Μάρτιο 2007).
Ο Παυσανίας μας έμαθε να περιηγούμεθα έναν τόπο με το να τον αφηγούμεθα. Τα ταξίδια μας είναι επι-σκέψεις, δηλαδή σκέψεις επί της γεωγραφίας και της ιστορίας με ξεναγούς τον Όμηρο, τον Ευριπίδη, τον Αριστοτέλη, κλπ.
Η ιστορία και η ποίηση είναι της ίδιας τάξεως κατά τον Αριστοτέλη. Είναι έρευνα. Έρευνα δεν σημαίνει ότι βρίσκω μια αλήθεια. Σημαίνει ότι ποιώ μορφές, μορφοποιώ τις αντιλήψεις, δίνω σχήματα στις εμπειρίες μου. Για να ανακαλύψουμε κάτι χρειάζεται να μαντεύσουμε, κατά τον Pierce, τον μεγάλο Αμερικανό φιλόσοφο. Χρειάζεται η διαίσθηση.
Το παιχνίδι, η ποίηση και η τέχνη δεν μας φανερώνουν την αλήθεια. Μας σώζουν από την αλήθεια, την υπερβολική πραγματικότητα. Μεσολαβούν ώστε να μη δεχόμαστε γυμνή και τραυματική την πραγματικότητα, αλλά ως μια σκηνή στην οποία δεν παρευρισκόμαστε, μια σκηνή από την οποία απουσιάζουμε και για αυτό αναγκαζόμαστε να την φανταζόμαστε, να φανταζόμαστε τα τεκταινόμενα επί αυτής. Την απόλυτη αλήθεια κανείς δεν την γνωρίζει. Από την άλλη μεριά δεν υπάρχει όριο στην φαντασία.
Ο Εγγονόπουλος στο ποίημά του για τον Μπολιβάρ αποδεικνύει ότι «το να είσαι ‘Ελληνας δεν είναι θέμα καταγωγής αλλά αγωγής». Η μεταφορά του Μπολιβάρ όπου ο ποιητής του λέει σε μια αναπάντεχη στιγμή ‘είσαι ωραίος σαν Έλληνας’ μας θυμίζει ότι η ταυτότητα είναι ένα θέμα ομοίωσης και αφομοίωσης των στοιχείων που επιλέγουμε από τους άλλους να τους μοιάσουμε, να γίνουμε ‘σαν’ αυτούς. Μετά το θέμα είναι να μείνουμε όμοιοι με τον εαυτό μας. Εξαρτιόμαστε από τους γύρω μας για να ορίζουμε ποιοι είμαστε. Η αγωγή κάνει την καταγωγή, όχι το αντίθετο.
Ο Θανάσης Βαλτινός στο κείμενο που έγραψε σε ένα πανέμορφο Λεύκωμα με φωτογραφίες του Νίκου Δεσύλλα για την Πελοπόννησο (Εικόνες Μύθου και Ιστορίας, Εκδόσεις Σύνολο, Αθήνα 2003) αναφέρει τον Παυσανία: «…Από τις τρεις φυλές που κατοικούν την Πελοπόννησο, οι Αρκάδες και οι Αχαιοί είναι αυτόχθονες. Οι Δωριείς έβγαλαν τους Αχαιούς από τη χώρα τους, οι Αχαιοί όμως δεν εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο, αλλά έδιωξαν τους Ίωνες και εγκατάστηθηκαν στην χώρα που πριν λεγόταν Αιγιαλός και τώρα πήρε το όνομά της από τους Αχαιούς αυτούς (Αχαϊα)…».
Ο Θανάσης Βαλτινός συνεχίζει την δική του επί-σκεψη ως εξής: «Η ισχύουσα τώρα διαίρεση της Πελοποννήσου είναι απλώς διοικητική – κατά τα άλλα ελάχιστα διαφέρει από αυτή που αναφέρει ο Παυσανίας… Η Πελοπόννησος έχει έκταση 21.439 τετραγωνικών χιλιομέτρων, κάτι παραπάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους και ακτές συνολικού μήκους 1.379 χιλιομέτρων – της Μάνης συμπεριλαμβανομένης σε αυτά. Με την σημερινή μας τουριστική νοοτροπία μπορούμε εύκολα να εκτιμήσουμε τι σημαίνει τούτο: οργανωμένα camping, χρυσές beaches, luxurious hotels και άλλα παρόμοια. Η δυνατότητα ωστόσο μιας διαφορετικής προσέγγισης είναι πάντα παρούσα».
Μια τέτοια διαφορετική προσέγγιση δίνει ο Οδυσσέας Ελύτης (Ήλιος ο Πρώτος, Ίκαρος, Αθήνα 1968):
Πίνοντας ήλιο κορινθιακό
Διαβάζοντας τα μάρμαρα
Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες
Σημαδεύοντας με το καμάκι
Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά
Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει
Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρετε
Ν’ ανοίγει
Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς
Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου
Φεύγω με μια ματιά
Ματιά πλατειά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται
Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς
Και ο Θανάσης Βαλτινός μας ρωτά: «Πόσον ήλιο μπορεί να κρατήσει στον φλοιό της μια ρώγα κορινθιακής σταφίδας; Δεν υπάρχει μέτρο, δεν υπάρχει όριο. Μπορεί να κρατήσει τον ήλιο ολόκληρο. Τουλάχιστον τον ήλιο του δικού μας γαλαξία».
Οι ποιητές μας δίνουν εικόνες απίστευτης καθαρότητας σαν τις επιφάνειες ονείρου, σαν τις χειμωνιάτικες φωτογραφίες που τράβηξε και σαν το κείμενο με τα καθαρά Ελληνικά που έγραψε η Ιρίνα (τον Μάρτιο 2007).
Ο Παυσανίας μας έμαθε να περιηγούμεθα έναν τόπο με το να τον αφηγούμεθα. Τα ταξίδια μας είναι επι-σκέψεις, δηλαδή σκέψεις επί της γεωγραφίας και της ιστορίας με ξεναγούς τον Όμηρο, τον Ευριπίδη, τον Αριστοτέλη, κλπ.
Η ιστορία και η ποίηση είναι της ίδιας τάξεως κατά τον Αριστοτέλη. Είναι έρευνα. Έρευνα δεν σημαίνει ότι βρίσκω μια αλήθεια. Σημαίνει ότι ποιώ μορφές, μορφοποιώ τις αντιλήψεις, δίνω σχήματα στις εμπειρίες μου. Για να ανακαλύψουμε κάτι χρειάζεται να μαντεύσουμε, κατά τον Pierce, τον μεγάλο Αμερικανό φιλόσοφο. Χρειάζεται η διαίσθηση.
Το παιχνίδι, η ποίηση και η τέχνη δεν μας φανερώνουν την αλήθεια. Μας σώζουν από την αλήθεια, την υπερβολική πραγματικότητα. Μεσολαβούν ώστε να μη δεχόμαστε γυμνή και τραυματική την πραγματικότητα, αλλά ως μια σκηνή στην οποία δεν παρευρισκόμαστε, μια σκηνή από την οποία απουσιάζουμε και για αυτό αναγκαζόμαστε να την φανταζόμαστε, να φανταζόμαστε τα τεκταινόμενα επί αυτής. Την απόλυτη αλήθεια κανείς δεν την γνωρίζει. Από την άλλη μεριά δεν υπάρχει όριο στην φαντασία.
Ο Εγγονόπουλος στο ποίημά του για τον Μπολιβάρ αποδεικνύει ότι «το να είσαι ‘Ελληνας δεν είναι θέμα καταγωγής αλλά αγωγής». Η μεταφορά του Μπολιβάρ όπου ο ποιητής του λέει σε μια αναπάντεχη στιγμή ‘είσαι ωραίος σαν Έλληνας’ μας θυμίζει ότι η ταυτότητα είναι ένα θέμα ομοίωσης και αφομοίωσης των στοιχείων που επιλέγουμε από τους άλλους να τους μοιάσουμε, να γίνουμε ‘σαν’ αυτούς. Μετά το θέμα είναι να μείνουμε όμοιοι με τον εαυτό μας. Εξαρτιόμαστε από τους γύρω μας για να ορίζουμε ποιοι είμαστε. Η αγωγή κάνει την καταγωγή, όχι το αντίθετο.
No comments:
Post a Comment