Thursday, August 9, 2007

Το Χρονικό της Ράχωβας


Η ιστορική πορεία της Εξοχής (Ράχωβας) από τις λυκαυγές της ιστορίας ως τα νεότερα χρόνια συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία της υπόλοιπης Αιγιαλείας και Αχαΐας.
Οι πληροφορίες για την παλαιολιθική και νεολιθική εποχή του εξεταζόμενου χώρου είναι ανύπαρκτες, λόγω απουσίας αρχαιολογικών ευρημάτων. Δυστυχώς στη Ράχωβα δεν έχουν γίνει γνωστές σε μας αρχαιολογικές έρευνες. Ο χώρος τον οποίο καταλαμβάνει το σημερινό χωριό, από όποια εποχή κι αν κατοικήθηκε, ακολουθεί την εξέλιξη του ευρύτερου χώρου της Αιγιαλείας. Γνωρίζουμε ότι οι παράλιες περιοχές κατοικήθηκαν ήδη από τα προϊστορικά χρόνια (νεολιθικός οικισμός κοντά στο Κράθιο). Οι προϊστορικές αυτές εγκαταστάσεις της βόρειας παραλιακής λωρίδας της Πελοποννήσου κατά τους ιστορικούς χρόνους εξελίσσονται σε μεγάλες πόλεις. Είναι άγνωστο όμως εάν οι ορεινές περιοχές της Αιγιαλείας κατοικήθηκαν από εκείνη την εποχή.
Ως πρώτοι οικιστές της ευρύτερης περιοχής φέρονται να είναι οι Πελασγοί τον 22 αι π.Χ.. (Αιγιαλέοι Πελασγοί), οι οποίοι ήρθαν πιθανόν από τη Μικρά Ασία, διασχίζοντας τη Θράκη και τη Θεσσαλία. Με συνεχή κατοίκηση οι παραλιακοί οικισμοί τους σταδιακά εξελίσσονται σε πόλεις (στις θέσεις του Αιγίου, Αιγείρας κ.α.). Το 2089 π.Χ., κατά τον Στράβωνα, η περιοχή είναι μέρος του βασιλείου του Αιγιαλέα με κέντρο τη Σικυώνα. Το βασίλειό του εκτεινόταν κατά μήκος της παραλιακής λωρίδας, από τη Σικυώνα μέχρι την Ηλίδα. Είναι άγνωστο το εύρος του βασιλείου προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι συμπεριλαμβανόταν και η περιοχή της Ράχωβας σε αυτό. Είτε από το όνομα του βασιλιά, είτε διότι η χώρα εκτείνεται κατά μήκος του αιγιαλού του Κορινθιακού, η χώρα παίρνει το όνομα Αιγιαλεία. Οι Πελασγοί υπήρξαν ένα από τα Πρωτο–Ελληνικά φύλα, φορείς μιας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, της πρωτοελληνικής, η οποία είναι πρόγονος της αρχαίας ελληνικής.[1] Κατά τους προϊστορικούς χρόνους οι Πελασγοί εμφανίζονται διάσπαρτοι στην Ιταλία, τη Ρουμανία και την Ιλλυρική χερσόνησο. Στην Ελλάδα εντοπίζονται, σύμφωνα με τις πηγές, στις περιοχές της Θεσσαλίας, Αττικής και Πελοποννήσου. Ημιβάρβαροι νομάδες εγκαθίστανται στο χώρο αυτό, εξελίσσονται πολιτικά, πολιτισμικά και θεσμικά και μετά από μερικές γενιές, το 1883π.Χ. συστήνουν οργανωμένο βασίλειο, με πρωτεύουσα τη Σικυώνα. Και όλα αυτά πεντακόσια έτη πριν από την ίδρυση του βασιλείου των Αθηνών (1582 π.Χ.!). Η χώρα βασιλεύεται διαδοχικά από αυτόχθονες ηγεμόνες, ο τελευταίος των οποίων υπήρξε ο Σελινούς (το 1406 π.Χ).
Μετά από πέντε, περίπου, αιώνες κυριαρχίας των Πελασγών στην περιοχή εμφανίζονται οι Ίωνες, αρχαίο ελληνικό φύλο, το οποίο έχει τις ρίζες του στη βορειοδυτική Θεσσαλία. Από εκεί κατηφορίζουν, κατοικούν την Αττική και έπειτα συνεχίζουν νοτιότερα, στην Πελοπόννησο. Ο τελευταίος Πελασγός βασιλιάς της Αιγιαλείας, ο Σελινούς, που αντιλαμβανόμενος την εμφανιζόμενη πολεμική απειλή του Ίωνα, προτιμά τη συνθηκολόγηση και προσφέρει τη μοναδική του κόρη Ελίκη ως σύζυγο στον αρχηγό των επιδρομέων. Με αυτόν τον τρόπο οι Ίωνες εγκαταστάθηκαν ειρηνικά. Μετά το θάνατο του τελευταίου ηγέτη της Αιγιαλείας, τη βασιλεία αναλαμβάνει ο Ίωνας. Μεταφέρει την πρωτεύουσά του στην πόλη Ελίκη, την οποία ίδρυσε προς τιμή της συζύγου του. Την εποχή εκείνη η περιοχή θα μετονομαστεί σε Ιωνία, όμως η ονομασία αυτή δεν επικράτησε και έτσι η «Αιγιαλεία» παρέμεινε ως όνομα της χώρας στην ιστορία και έφτασε ως τις ημέρες μας.
Το σπουδαιότερο γεγονός της εποχής της Ιωνικής παρουσίας στην περιοχή είναι ο Τρωικός πόλεμος (1193- 1184π.Χ.) στον οποίο πήραν μέρος και οι Αιγιαλείς. Το βαθμό εξέλιξης της περιοχής και τη σπουδαιότητά της μαρτυρεί το γεγονός ότι το πρώτο και σπουδαιότερο συμβούλιο των Ελλήνων για την πολεμική τους εκστρατεία στα Ασιατικά παράλια έλαβε μέρος στο Αίγιο, στο ναό του Διός.
Κατά το 1.100 π.Χ. στην Πελοπόννησο κατεβαίνουν οι Δωριείς και κατακτούν όλη τη χερσόνησο εκτός της χώρας των Ιώνων. Οι Ίωνες κυριαρχούν στην Αιγιαλεία μέχρι και την εισβολή των Αχαιών, οι οποίοι με τη σειρά τους, κατακτούν την εύφορη Αιγιαλεία το 1188π.Χ. Οι Αχαιοί εκδίωξαν τούς Ίωνες και εγκαταστάθηκαν στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, δίνοντάς της το όνομά τους- Αχαΐα, με το οποίο την γνωρίζουμε και σήμερα. Τα χρόνια της κυριαρχίας των Αχαιών χαρακτηρίζονται από την απομόνωση και την ουδετερότητα, που κράτησαν σε όλα τα γεγονότα τα οποία συντάραξαν την Ελλάδα. Οι Αχαιοί απέφευγαν επιμελώς να αναμειχθούν σε πολεμικές περιπέτειες και δεν έμειναν στην ιστορία χάρη στις πολεμικές τους αρετές. Οι Αχαιοί δεν έλαβαν μέρος στους Περσικούς πολέμους, στις Θερμοπύλες, στη ναυμαχία της Ευβοίας και της Σαλαμίνας, αλλά ούτε και στις Πλαταιές. Οι πόλεις της Αιγιαλείας συμμετέχουν στο κίνημα αποικισμού και ιδρύουν στην Ιταλία τον Κρότωνα και τη Σύβαρη το 710π.Χ. Τους επόμενους αιώνες διατηρούν εμπορικές σχέσεις με τις αποικίες.
Οι οχτώ πόλεις της Αιγιαλείας (Αίγιο, Ελίκη, Κερύνεια, Βούρα, Αίγαι, Αιγείρα, Δονούσα και Πελλήνη) συνδέονται μεταξύ τους με αμφικτυονικούς δεσμούς. Η Βουλή της Συμπολιτείας συνερχόταν και λειτουργούσε στο Αίγιο, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή, που βρέθηκε στα Ψηλά Αλώνια. Κατά το 450π.Χ. η εξωτερική πολιτική της Συμπολιτείας μεταβάλλεται, διακόπτεται η τακτική της ουδετερότητας και οι πόλεις συμμετέχουν στον Πελοποννησιακό πόλεμο.

Το Αίγιο, και συνεπώς η ευρύτερη περιοχή, είναι μέλος της Εθνικής Συμμαχίας (340π.Χ.), η οποία αποτέλεσε την τελευταία προσπάθεια απόκρουσης του Μακεδονικού κινδύνου. Στη Χαιρώνεια, το 338 π.Χ., οι Αχαϊκές πόλεις είχαν συμπαραταχτεί στο αντί-μακεδονικό στρατόπεδο. Το 330 π.Χ. ξαναβρέθηκαν στην αντί-μακεδονική συμμαχία, που οργάνωσε η Σπάρτη κατά του Αντιγόνου[2] και πήραν μέρος στη μάχη της Μεγαλόπολης. Μετά την ήττα των συμμάχων κατά τα επόμενα χρόνια η περιοχή περνά υπό την κυριαρχία της Μακεδονικής δυναστείας. Ο Αντίγονος κατάργησε τη Συμπολιτεία και εγκατέστησε ισχυρή φρουρά σε κάθε πόλη. Μακεδονική φρουρά εγκαταστάθηκε και στο Αίγιο.
Το 320 π.Χ. το Αίγιο κυριεύτηκε από τον Κάσσανδρο[3]. Εναντίον του κινήθηκε ο στρατηγός του Αντιγόνου, Αριστόδημος, και έδιωξε τη φρουρά του Κάσσανδρου. Ωστόσο, ενώ γίνονταν προετοιμασίες για να ανακηρυχτεί η πόλη ελεύθερη, ομάδες Αιτωλών μπήκαν στην πόλη, τη λεηλάτησαν και έβαλαν φωτιά σκοτώνοντας πολλούς από τους κατοίκους της.
Το 308 π.Χ. η περιοχή πέρασε στην εξουσία του Πολυσπέρχοντα, ο οποίος διόρισε τον Στρόμβιχο ως φρούραρχο του Αιγίου. Το 303 π.Χ. η πόλη πολιορκείται από το γιο του Αντιγόνου, Δημήτριο τον Πολιορκητή. Τελικά η πόλη υπέκυψε και ο Δημήτριος φέρθηκε πολύ σκληρά στη μακεδονική φρουρά. Ο Στρόμβιχος και 80 άντρες του σταυρώθηκαν μπροστά στις πύλες της πόλης
Από το 303 π.Χ. το Αίγιο, όπως και όλες οι Αχαϊκές πόλεις, πέρασαν μια περίοδο κρίσης και αναταραχών. Οι Μακεδόνες τοποθέτησαν τυράννους σε κάθε πόλη και άρχισαν οι μεγάλες διενέξεις για τη διαδοχή της τυραννίας. Η κατάσταση αυτή κράτησε ως το 287π.Χ. όταν οι Αχαϊκές πόλεις ανέτρεψαν και έδιωξαν τις μακεδονικές φρουρές και δημιούργησαν τον πρώτο πυρήνα της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Η Συμπολιτεία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική αρένα της Πελοποννήσου έως τη Ρωμαϊκή κατάκτηση (145π.Χ.).
Στην 1η Αχαϊκή Συμπολιτεία (275 π.Χ.) συμμετέχουν ισότιμα οι παράλιες πόλεις. Το 209 π.Χ. συνέρχεται στο Αίγιο σύνοδος των Συμμάχων των Αχαιών, των ουδέτερων Ελλήνων και του Φιλίππου της Μακεδονίας[4], σε μια προσπάθεια να οργανώσουν συντονισμένη αντιμετώπιση του Ρωμαϊκού κινδύνου. Ωστόσο, η Μακεδονική δυναστεία είχε πέσει σε παρακμή αδυνατώντας πλέον να κρατήσει τις κατακτήσεις της. Τα αποτελέσματα της Μακεδονικής παρουσίας ήταν δυσμενέστατα, η περιοχή παρακμάζει και αδυνατεί να αποκρούσει ένα νέο εχθρό, που έκανε την εμφάνισή του στα σύνορα του Ελληνικού κόσμου – τους Ρωμαίους. Ύστερα από τρεις πολέμους μεταξύ Ρωμαίων και Μακεδόνων το 146 π.Χ η περιοχή καταλαμβάνεται οριστικά από τους Ρωμαίους.
Το 146 π.Χ. στο Αίγιο κατευθύνθηκαν οι πρέσβεις των Ρωμαίων, για να συζητήσουν τα ελληνικά θέματα. Μετά την υποδούλωση των Ελλήνων οι Ρωμαίοι γκρεμίζουν τα τείχη της πόλης, όμως το Αίγιο δε χάνει την πολιτική και οικονομική σημασία του. Παρά τη διάλυση της Συμπολιτείας, οι Ρωμαίοι επέτρεψαν τη συνάθροιση των αντιπροσώπων των παραλίων πόλεων στο Αίγιο για την εκλογή των «στρατηγών» και των αρχόντων. Έτσι επανιδρύθηκε, κατά κάποιο τρόπο, η Συμπολιτεία σε κατώτερο επίπεδο, και λειτούργησε ως την εποχή του Παυσανία (200 μ.Χ. περίπου).
Για τους αιώνες που περιγράψαμε, όπως τονίσαμε και ανωτέρω, δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την περιοχή που εξετάζουμε, οι πηγές σιωπούν για την περιοχή της σημερινής Εξοχής. Στην ύστερη ιστοριογραφία μνημονεύεται μόνο μία πόλη της ορεινής Αιγιαλείας: η Φελλόη. Ο Παυσανίας 2 αι μ.Χ. (VII, 26, 10-11) την τοποθετεί σε απόσταση 40 σταδίων από την Αιγείρα. Εικάζεται από τους ερευνητές, ότι μπορεί να βρίσκεται καθ’ οδόν από τη Ζάχολη προς Βλοβοκά ή στο σημερινό χωριό Σελιάνα. Ο Παυσανίας περιγράφει ότι η πόλη αυτή είχε δύο ιερά, του Διονύσου και της Αρτέμιδος. Στα περίχωρά της ευδοκιμούσε η άμπελος, ενώ η περιοχή μαρτυρεί την ύπαρξη δρύινων δασών, αγρίων ζώων και άφθονων υδάτων. Επίσης μας πληροφορεί ότι η πόλη δεν κατοικούνταν συνεχώς, ούτε ακόμα και όταν οι Ίωνες κατείχαν τη χώρα. Ωστόσο, η ύπαρξη μιας αρχαίας πόλης ορεινά της παραλιακής λωρίδας και σε αρκετά μεγάλη απόσταση από αυτήν, μας κάνει να υποθέσουμε ότι είναι πολύ πιθανόν να υπήρχαν και άλλοι οικισμοί με εποχιακή ή μόνιμη κατοίκιση. Μόνο η Αιγείρα κατοικείτο συνεχώς κατά την Αρχαιότητα βάσει της αναφοράς του Παυσανία.
Από το 250μ.Χ. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αρχίζει να κλονίζεται. Βαρβαρικά φύλα εισβάλλουν σχεδόν ανενόχλητα στα εδάφη της. Η Πελοπόννησος δεν αποτελεί εξαίρεση. Η αυτοκρατορία αδυνατούσε να προστατέψει τα σύνορά της και έτσι το 267μ.Χ. οι Γότθοι, ορμώμενοι από την περιοχή της σημερινής Ρωσίας λεηλατούν τις πόλεις. Το ίδιο γεγονός επαναλαμβάνεται δύο χρόνια αργότερα. Τα αποτελέσματα των επιδρομών τους ήταν η ερήμωση ολόκληρων περιοχών, η ελάττωση του πληθυσμού και η οικονομική παρακμή. Όλη η χώρα βρέθηκε σε άθλια κατάσταση. Το γεγονός αυτό άνοιγε δρόμους σε μετέπειτα επιδρομείς, τους οποίους αδυνατούν πλέον να σταματήσουν οι ρωμαϊκές λεγεώνες. Ο Χριστιανισμός αρχίζει να διαβρώνει τα θεμέλια της Αυτοκρατορίας, που αναταράσσεται από αδιάκοπους εμφυλίους πολέμους, έριδες, μηχανορραφίες και δολοφονίες.
Ο ιστορικός Α. Σταυρόπουλος μας περιγράφει την εποχή της διαίρεσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: «Κατά το έτος 306μ.Χ. υπήρχον εις το Ρωμαϊκό Κράτος εξ υποψήφιοι αυτοκράτορες, υποστηριζόμενοι έκαστος από διάφορα τμήματα των λεγεώνων, μεταξύ των οποίων επιφανέστερος ήτο ο δόκιμος στρατηγός Κωνσταντίνος. Προσεταιρισθείς ούτος τους Χριστιανούς δια της διακηρύξεως της ανεξιθρησκίας του Κράτους, επεκράτησε τελικώς, ανακηρυχθείς αυτοκράτωρ ως Κωνσταντίνος ο Μέγας, αφ΄ού κατενίκησε τον ισχυρότερον ανταγωνιστήν και Συναύγουστον αυτού Λικίνιον, επί του ειδωλολατρικού τμήματος της Αυτοκρατορίας.»[5] Έτσι ξεκινάει η εποχή του Βυζαντίου.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο το Αίγιο έπεσε σε αφάνεια. Σπάνια συναντάμε πληροφορίες για τη συγκεκριμένη περιοχή. Οι βαρβαρικές ορδές, που εισβάλουν κατά διαστήματα στον ελλαδικό χώρο, καταστρέφουν επανειλημμένως την πόλη, ερημώνουν ολόκληρες περιοχές φέρνοντας καταστροφές.
Διοικητικά το Αίγιο αποτελούσε υποδιοίκηση του θέματος Πελοποννήσου. Ταυτόχρονα υπήρχε και λειτουργούσε η τοπική αυτοδιοίκηση με την εκλογή των αρχόντων από το λαό. Μετά τον 3ο αι. το Αίγιο σχεδόν χάνεται από τις σελίδες της ιστορίας. Μαθαίνουμε για μία σεισμική δόνηση το έτος 365μ.Χ., που προξένησε μεγάλες καταστροφές στην Πάτρα, το Αίγιο και άλλες παραθαλάσσιες πόλεις. Κατά τον 4ο αι. ένα σημαντικό γεγονός διαδραματίζεται στην περιοχή της Αιγιαλείας και στον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για την εδραίωση μιας νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού. Το 392 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας απαγορεύει τις ειδωλολατρικές θρησκείες και τις εορτές των Εθνικών και Ολυμπιακών αγώνων, βάζοντας αρχή στο μαζικό προσηλυτισμό.
Οι Βησιγότθοι καθ’ όλη τη διάρκεια του 3ου αιώνα μ.Χ. συνεχίζουν να εισβάλλουν στην περιοχή προκαλώντας καταστροφές, λεηλασίες και μεγάλες απώλειες πληθυσμού. Καμία Αχαϊκή πόλη δε μπόρεσε να αντισταθεί στην ορμή τους. Το 395μ.Χ. οι Γότθοι ξαναχτυπούν, ο Αλάριχος[6] καταστρέφει το Αίγιο, την Κόρινθο και την Πάτρα. Για ένα χρόνο παρέμειναν οι Γότθοι κυρίαρχοι στην περιοχή λεηλατώντας και αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό, έως ότου ο απεσταλμένος στρατηγός της Δυτικής Αυτοκρατορίας Στηλίχων αποβιβάζεται στην Πελοπόννησο με ισχυρά στρατεύματα και συντρίβει τις στρατιές των βαρβάρων. Όσοι Γότθοι διασώθηκαν κατευθύνθηκαν προς την Ήπειρο. Οι επιδρομές αυτές προξένησαν τόσο μεγάλες καταστροφές, ώστε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο νέος (408 – 450 μ.Χ.) αναγκάσθηκε να παραχωρήσει στο Αίγιο και σε άλλες Αχαϊκές πόλεις φορολογικά προνόμια, για να ανακουφιστούν από τις καταστροφές και απώλειες.
Οι επόμενοι αιώνες ήταν εξίσου απαισιόδοξοι. Η διάλυση του βασιλείου των Ούννων (453 μ.Χ) μετάβαλλε την ισορροπία πέρα από τα Βόρεια σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από την Κασπία ως το Ρήνο οι απελευθερωμένοι λαοί κινήθηκαν, για να υπερασπιστούν τη νεοαποκτηθείσα ελευθερία τους και αγωνίστηκαν, για να καταλάβουν τα καλύτερα και πλουσιότερα εδάφη. Ως αποτέλεσμα των κινήσεων αυτών ήταν και οι συχνές εισβολές στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Σλάβοι, οι οποίοι τον 5ο αι. ήταν ήδη εγκατεστημένοι στις βόρειες περιοχές του Δούναβη, επιθυμώντας να εγκατασταθούν στα Βαλκάνια, άρχισαν να ασκούν μια αυξανόμενη πίεση στο Βυζαντινό σύνορο μετά την κατάρρευση της Ουννικής Αυτοκρατορίας[7].
Η πρώτη μεγάλη εισβολή των Σλάβων στην Πελοπόννησο έγινε το 577μ.Χ. κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστιανού του Β΄. Θα εξετάσουμε το Σλαβικό θέμα σε ένα ξεχωριστό άρθρο, εδώ θα αναφερθούμε μόνο σε ημερομηνίες-σταθμούς. Τα επόμενα έτη οι εισβολές των Αβαροσλαβικών φυλών και Βουλγάρων συνεχίζονται και το Βυζαντινό κράτος βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία να τις εμποδίσει. Ο Βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος γράφει: «Το Ιλλυρικό κι όλη η Θράκη, δηλαδή απ΄το Ιόνιο Πέλαγος ως τα προάστια της Κωνσταντινούπολης μαζί με την Ελλάδα και τη χερσόνησο (της Καλλίπολης), κατακλύζοταν απ’ τους Ούννους (τους Βούλγαρους), τους Σκλαβίνους και τους Άντες, σχεδόν κάθε χρόνο απ’ την εποχή που ο Ιουστινιανός[8] ανέλαβε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και προξενούσαν ανείπωτα δεινά στους κατοίκους». Σταδιακά ο χαρακτήρας των εισβολών μεταβάλλεται, οι Σλάβοι δεν αποχωρούν πλέον έπειτα από τις επιδρομές, αλλά αρχίζουν να εγκαθίστανται στις λεηλατημένες περιοχές. Ο εποικισμός έλαβε τεράστιες διαστάσεις. Η Θεσσαλία, η Ήπειρος και οι δυτικές περιοχές της Πελοποννήσου κατοικούνταν πυκνά από Σλάβους. Αλλά οι πόλεις που ήταν δυνατό να βοηθηθούν απ’ τη θάλασσα – η Αθήνα, η Κόρινθος, η Πάτρα, η Μονεμβασιά – φαίνεται ότι διατήρησαν βυζαντινές φρουρές, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, και στη βραχώδη ανατολική παραλία της Πελοποννήσου ο ελληνικός πληθυσμός διατήρησε τα εδάφη του. Η υπόλοιπη Πελοπόννησος βρίσκονταν εκτός του ουσιαστικού Βυζαντινού ελέγχου για σχεδόν δύο αιώνες.[9] Η κατάσταση επιδεινώθηκε εξαιτίας καταστροφικού λοιμού, που χτυπά την Πελοπόννησο το 746-747 μ.Χ. και μειώνει σημαντικά τον πληθυσμό της. Μετά την επιδημία της πανώλης, η κάθοδος και η εγκατάσταση των Σλάβων, που είχε ξεκινήσει από τους προηγούμενους αιώνες, αυξανόταν συνεχώς. Η εξάπλωσή τους ήταν τόσο σημαντική, ώστε ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος το 934 μ.Χ. , περιγράφοντας την Πελοπόννησο, δηλώνει ότι μετά τη μεγάλη πανούκλα του 746-747 μ.Χ. «εσλαβώθη πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος».
Εκμεταλλευόμενοι την πληθυσμιακή υπεροχή τους, οι Σλάβοι επιχειρούν την εξέγερση με σκοπό να κυριαρχήσουν στην χώρα. Έτσι, το 805 – 807 μ.Χ. με τη βοήθεια Σαρακηνών πειρατών επιτίθενται κατά των πόλεων της Βόρειας Πελοποννήσου, κατακτούν το Αίγιο, το καταστρέφουν και στη θέση του αργότερα ιδρύουν τη Σλαβική Βοστιτσά. Είναι πολύ πιθανό η Ράχωβα (Εξοχή) να είχε αποκτήσει σλαβικό χαρακτήρα αυτή την περίοδο. Την τάση αύξησης Σλαβικού στοιχείου διακόπτει ο αυτοκράτωρ Νικηφόρος Α΄ (802-811 μ.Χ.), ο οποίος τους καθυποτάζει κατά το 810 μ.Χ.. Ταυτόχρονα ο Αυτοκράτωρ εκμεταλλεύεται την παρουσία των Σλάβων για την αποίκηση των ερημωμένων περιοχών της Πελοποννήσου. Η νίκη του Νικηφόρου Α΄ επί των Σλάβων στην Πάτρα ήταν ένα αποφασιστικό βήμα για την αποκατάσταση της Βυζαντινής κυριαρχίας. Το Αίγιο ανακτά τον ελληνικό χαρακτήρα, παραμένει γνωστό όμως με το σλαβικό του όνομα.
Η παρουσία των Σλάβων στον ελληνικό χώρο για μακρό χρονικό διάστημα οδήγησε κάποιους ερευνητές στη διατύπωση θεωριών, που αμφισβητούν την ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους. Ο Γιάκομπ Φαλμεράγιερ εικάζει ότι η σλαβική κυριαρχία (υπεροχή) στην Πελοπόννησο επί 220 έτη οδήγησε στην εξαφάνιση του ελληνικού χαρακτήρα και την εξαφάνιση του μεγαλύτερου τμήματος της αρχαίας φυλής των Ελλήνων. Οι απορίες που γεννιούνται σε οποιονδήποτε αναγνώστη, που επιχειρεί να σχηματίσει στο νου τη θεωρία αυτή είναι οι εξής: α) πώς οι Σλάβοι κατόρθωσαν να εκσλαβίσουν σε 200 έτη τη χώρα όπου οι Έλληνες κατοικούσαν για 3000 χρόνια, β) πώς η γλώσσα των εκσλαβισμένων Ελλήνων παρέμεινε Ελληνική, γ) πώς η αυτονομασία και ο αυτοπροσδιορισμός του έθνους παρέμεινε και παραμένει Ελληνικός και δ) πώς η χώρα δεν γίνεται Σλαβική, όπως συμβαίνει με την Βουλγαρία και τη Σερβία[10]. Περαιτέρω, το σλαβικό ζήτημα εξετάζεται σε ξεχωριστό άρθρο.
Στη συνέχεια, κατά τον 9ο έως τον 11ο αι. μ.Χ. σημειώνονται εισβολές των Βουλγάρων στην Πελοπόννησο. Οι παράλιες πόλεις ήταν αυτές που υπέστησαν και πάλι τις περισσότερες λεηλασίες και καταστροφές. Το χρονικό του Γαλαξειδίου περιγράφει: «Τον καιρόν της βασιλείας Κωνσταντίνου του Ρωμανού, εγριωποί και Χριστιανομάχοι άνθρωποι, Μπολγάροι λεγόμενοι, εμπήκασι στην Ελλάδα και από σπαθίου και κονταρίου εχαλάσασι τους Χριστιανούς καιι ετραβήξασιν ίσα στον Μωρέα».
Αφημένη στο έλεος των βαρβάρων, η πολύπαθη Πελοπόννησος δέχεται και επιδρομές Σαρακηνών πειρατών. Αργότερα, από το 2ο μισό του 12ου αιώνα αρχίζουν οι επιδρομές των Νορμανδών που λεηλατούν τα Αχαϊκά παράλια. «Περνώντας κάμποσος καιρός, - μας διηγείται το χρονικό του Γαλαξειδίου, ήλθανε πάλε πειράταις από μέρη Φραγκίας, με αρματωμένη φλότα και εκουρεύσασι την Πάτρα, τον Έπακτο, την Βιτρινίτσα και την Βοστίτσα».
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204μ.Χ. αρχίζει η εποχή της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο. Όταν το 1204 μ.Χ. οι σταυροφόροι και οι σύμμαχοί τους Ενετοί διανέμουν το Βυζαντινό Κράτος, η Πελοπόννησος, και συγκεκριμένα η Λακωνία, τα Καλάβρυτα, το Αίγιο, η Πάτρα και η Μεθώνη παραχωρούνται στους Ενετούς. Η κατοχή όμως των περιοχών αυτών ήταν δυσχερέστατη για αυτούς. Οι ισχυροί τοπικοί άρχοντες, μεταξύ αυτών ο Λέων Σγουρός από την Κορινθία, και άλλοι τοπικοί ηγέτες δεν είχαν καμία διάθεση να υποταχθούν στους Ενετούς. Μη διαθέτοντας δυνάμεις για χερσαία εκστρατεία οι Ενετοί αναβάλλουν την επιχείρηση απόκτησης ελέγχου. Αυτό έδωσε ευκαιρία στους Φράγκους να καταλάβουν τη χώρα. Ο Γουλιέλμος ο Σαμπλίττης και ο Γοδεφρείδος ο Βιλλαρδουίνος αποφάσισαν να κατακτήσουν την Πελοπόννησο (Μορέα).[11] Αφού έφθασαν στην Πάτρα, συνέχισαν και κατέλαβαν τη Βοστίτσα. Μετά την κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της Πελοποννήσου ο Γουλιέλμος ανακηρύχτηκε Πρίγκιπας της Αχαΐας, στην οποία υπαγόταν και η περιοχή της Βοστίτσας. Μετά το θάνατό του η Πελοπόννησος χωρίζεται σε 12 βαρωνίες, οι οποίες θα διοικούνταν από τους κυριότερους αξιωματούχους των Φράγκων. Βαρωνίες απετέλεσαν και οι περιοχές των Καλαβρύτων. Κατά το χρονικό του Μορέως :
Τον μισέρ Ότον ντε Ντουρνά επρόνοιασεν ωσαύτως
Να έχη τα Καλάβρυτα και φίε δέκα και δύο.
Απαύτου έγραφεν ομοίως ο μισίρ Ούγκος ντε Λέλε
Να έχη οχτώ καβαλλαρίων φίε εις Βοστίτσαν.

Την εποχή της Φραγκοκρατίας έχουμε την πρώτη επίσημη αναφορά του χωριού Ράχωβα σε γραπτές πηγές. Όπως αναφέρει ο μελετητής της ιστορίας των Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος: «Δια να εύρωμεν ετέραν μνείαν περί χωρίων της περιοχής, πρέπει να κατέλθωμεν εις το έτος 1402. Το έτος αυτό οι κάτοχοι της Κορίνθου Ιωαννίται Ιππόται της Ρόδου επεκύρωνον ή παρεχώρουν εις διάφορα πρόσωπα ιδιοκτησίας ή προνόμια εις την περιοχήν μεταξύ Καλαβρύτων και Κορίνθου. Δύο εκ των προσώπων αυτών ήσαν οι Manuel Enclava και Georges Miltia, οι οποίοι έλαβον δι’εγγράφου γαιοκτησίας και δικαιώματα εις τα χωριά Kertezi, Savani, Kerpini, Zachloron, Cloquines, Seliana και Ratone. Ευκόλως δυνάμεθα να ταυτίσωμεν τα τέσσερα πρώτα προς τα χωρία των Καλαβρύτων Κέρτεζη, Σαβανοί, Κερπίνη και Ζαχλωρού. Το τέταρτον και πέμπτον, ήτοι οι Κλουκίνες και η Σελιάνα υπάγονται εις την ημέτεραν περιοχήν. Πρόβλημα παρουσιάζει το χωρίον Ratone, όμως, κατά τον Ant. Bone, τούτο πρέπει να ταυτισθή προς την Ράχοβαν, η ονομασία της οποίας «φαίνεται πλησιέστερα προς την Ratone εις αυτήν την περιοχήν». [12]
Το 1430 μ.Χ. σχεδόν όλος ο Μοριάς, με εξαίρεση τα λιμάνια της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναυπλίου, επιστρέφουν στα χέρια των Βυζαντινών. Το 1427μ.Χ. ο κόμης της Κεφαλληνίας και Ηπείρου Κάρολος Τόκκος είδε το στόλο του να καταστρέφεται από τους Βυζαντινούς και για να αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή, τον επόμενο χρόνο παντρεύει την ανιψιά του με τον Κωνσταντίνο, έναν από τους τέσσερεις αδελφούς του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου, που ενεργούσαν ως δεσπότες του Μιστρά. Ο Κωνσταντίνος (ο μελλοντικός τελευταίος Βυζαντινός Αυτοκράτωρ) πήρε τις πελοποννησιακές κτήσεις ως προίκα. Ο δραστήριος Κωνσταντίνος κατόρθωσε στη συνέχεια να καταλάβει και την Πάτρα. Παράλληλα ο αδελφός του, Θωμάς Παλαιολόγος, νίκησε μετά την πολιορκία στη Χαλανδρίτσα τον αραγωνέζο πρίγκιπα Κεντουριόνε Ζακκαρία, ο οποίος με τη σειρά του, του έδωσε την κόρη του μαζί με όλες σχεδόν τις δικές του κτήσεις στο Μωριά[13], συμπεριλαμβανομένης και της Βοστίτσας. Έτσι καταλήφθηκε οριστικά η Φραγκική εξουσία.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αναχωρεί για την Κωνσταντινούπολη και τα θέματα της Πελοποννήσου ρυθμίστηκαν μεταξύ των δυο άλλων αδελφών του, του Δημητρίου και του Θωμά. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Τούρκοι επιτρέπουν στους Παλαιολόγους να παραμείνουν Δεσπότες της Πελοποννήσου πληρώνοντας ετήσιο φόρο. Η εξέγερση των Αλβανών όμως άλλαξε δραματικά τα δεδομένα. Ο Πέτρος Μπούαν, Εμ. Καντακουζηνός και άλλοι δυσαρεστημένοι βαρώνοι με την υποστήριξη των τριακοσίων χιλιάδων πολεμιστών συγκρούονται με τους Παλαιολόγους. Οι κτήσεις της δυναστείας των Παλαιολόγων βρέθηκαν σε κίνδυνο. Εν όψει αυτού οι Παλαιολόγοι διέπραξαν κολοσσιαίο λάθος να ζητήσουν τη βοήθεια των Τούρκων. Ο τοποτηρητής του Σουλτάνου Τουραχάν φτάνει στην Πελοπόννησο, ενώνεται με τις δυνάμεις των Παλαιολόγων και καταστέλλει την εξέγερση. Ο Δημήτριος αποκτά ξανά την έλεγχο της Πελοποννήσου. Όμως μετά τη φιλική αποχώρηση των Τούρκων οι ραδιουργίες και πλεκτάνες μεταξύ των δύο αδελφών (Δημητρίου και Θωμά) συνεχίζονται. Επιπλέον, οι Παλαιολόγοι αρνούνται να πληρώσουν το φόρο υποτελείας στο σουλτάνο, που τους έχει ορισθεί. Η ανυπακοή τους δίνει την αφορμή στους Τούρκους να εισβάλουν για δεύτερη φορά. Το 1458 μ.Χ. ο Μωάμεθ Β΄, φοβούμενος ότι οι αδιάκοπες έριδες των δύο Δεσποτών θα καταλήξουν στην κατάληψη της χώρας από τους Βενετούς, αποστέλλει 80 χιλιάδες στρατιώτες στον Ισθμό. Έτσι η Πελοπόννησος οδηγήθηκε στην Τουρκοκρατία.

1458 – 1685 Α΄ Τουρκοκρατία
Το 1458 η περιοχή της Ράχωβας καταλήφθηκε από τους Τούρκους. Η Πάτρα και η Κόρινθος ήταν από τις πρώτες κατακτήσεις τους στην Πελοπόννησο. Η περιοχή της Αιγιαλείας, τουλάχιστον η παραλιακή της λωρίδα, υπέστη στο μέγιστο βαθμό τις σφαγές και τις βαρβαρότητες των νέων κατακτητών. Είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι επέτρεψαν την αυτοδιοίκηση και δεν περιόριζαν τη θρησκευτική ελευθερία των Ελλήνων. Παρά ταύτα, οι συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού ήταν άθλιες λόγω αβάσταχτων φόρων και λοιπών δυσμενών συνθηκών (σημειώθηκαν και διάφορες επιδημίες). Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι αρκετοί κάτοικοι των περιοχών αυτών είναι αναγκασμένοι να ζητιανεύουν, οι άλλοι καταφεύγουν να ψάχνουν εργασία σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου. Αρκετοί νέοι καταφεύγουν στο μοναχισμό, για να ανακουφίσουν με κάποιο τρόπο τις βιοποριστικές τους ανάγκες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας το Αίγιο και η περιοχή του εμφανίζονται συχνά στο προσκήνιο της ιστορίας και ειδικά μάλιστα την περίοδο που σημειώνονται οι συνωμοτικές κινήσεις και εξεγέρσεις στον ελληνικό χώρο, και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

Το 1685 η περιοχή περιήλθε στους Βενετούς (Β' Ενετοκρατία). Οι Ενετοί θεώρησαν τα νεοπροσαρτηθέντα εδάφη ως μόνιμες κτίσεις τους και για το λόγο αυτό προσπαθούν να τα αναδιοργανώσουν και να τα αναπτύξουν. Χάρη στην απογραφή και το κτηματολόγιο που διενεργήθηκαν από τους Ενετούς μαθαίνουμε για τα χωριά της περιοχής. H Αιγιαλεία διαιρείται σε 2 territorio: της Βοστίτσης και των Καλαβρύτων. Η απόφαση του αρχιστράτηγου Αλεξάνδρου Μολίνι (φάκελος 105, του βιβλίου διαταγμάτων και αποφάσεων της γραμματείας του εκλαμπροτάτου και εξοχοτάτου αρχιστράτηγου Αλ. Μολίνι, από τα αρχεία της Βενετίας), που ενέκρινε την αίτηση των κατοίκων της Βοστίτσας για την ίδρυση της κοινότητας, είχε ως δικαιολογητικό τους εξής λόγους: η εξαιρετικά ιδιαίτερη παραθαλάσσια θέση της Βοστίτσας έκανε πολλούς κατοίκους της τότε Αθήνας και άλλων πόλεων να έλθουν και να εγκατασταθούν στη Βοστίτσα. Έτσι η πόλη και η περιφέρειά της, κατά τις εκθέσεις των Βενετών Προνοητών, αποτελούσε τότε μία από τις σημαντικότερες περιοχές της Ενετικής Πελοποννήσου. Η πόλη πήρε νέα όψη με οικονομική άνθιση, κοινωνικό βίο υψηλού επιπέδου και αποκτά ιδιαίτερη σημασία ως εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ακμάζουσα γεωργία και βιομηχανίες (όπως η μεταξουργία και η ταπητουργία).
Όπως μαθαίνουμε από τον Pier Antonio Pacifico, η περιοχή της Ράχωβας εντασσόταν στο territorium των Καλαβρύτων. Ο καθολικός ιερέας αναφέρει την Αράχωβα (Aracoua) στο περιγραφικό έργο του μαζί με άλλα 15 χωριά των Καλαβρύτων. Οι πληροφορίες που αντλούμε από αυτόν συμπίπτουν με τα στοιχεία του καταλόγου του αρχείου Nani, όπου επίσης αναφέρεται το χωριό. Ο Εμ. Σκαρπέτης αναφέρει στο έργο του ότι κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας στη Ράχωβα υπήρχαν πέντε εκκλησίες: Αγ. Νικολάου, Προφήτη Ηλία, Αγ. Αθανασίου, της Παναγίας και των Ταξιαρχών. Στην προ Ενετοκρατίας περίοδο λειτουργούσε η Μονή καλογραίων της οποίας τα ερείπια διασώθηκαν έως τις ημέρες του. Αυτό μας δίνει αφορμή να θεωρήσουμε ότι η Ράχωβα ήταν ήδη μεγάλο και αναπτυγμένο χωριό.
Για να αντιμετωπίσουν την δημογραφική κρίση στην περιοχή και να εντατικοποιήσουν την αγροκαλλιέργεια, οι Ενετοί εγκαθιστούν στην Πελοπόννησο, και ειδικά στην Αχαΐα, περίπου 6.000 οικογένειες γεωργών από τη Στερεά Ελλάδα. Την εποχή εκείνη μπορούμε με μεγάλη σιγουριά να τοποθετήσουμε την εγκατάσταση των Βλάχων στο χωριό Ράχωβα, πληροφορία την οποία μας έδωσε ο κ. Απόστολος Καλύβας. Η ιστορία της οικογένειάς του μας μαρτυρεί για την πορεία της εγκατάστασης των Βλάχικων οικογενειών στην Πελοπόννησο. Οι πρόγονοί του, προερχόμενοι από τα Άγραφα, αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Αργολίδα και ύστερα κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μετοίκησαν στη Ράχωβα. Οι οικογένειες αυτές ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού στην ενδυμασία τους, τις βιωτικές συνήθειες και στον τρόπο κατασκευής των κατοικιών τους. Αρχικά ζούσαν σε σκηνές φτιαγμένες από σκληρό ύφασμα από κατσικίσιο μαλλί, που μαρτυρά τον παραδοσιακό ποιμενικό τρόπο ζωής τους και τη στενή ασχολία τους με την κτηνοτροφία. Αργότερα άρχισαν να χτίζουν σπίτια όπως κι οι υπόλοιποι κάτοικοι. Έλλειπαν πολλούς μήνες από το χωριό στα ορεινά βοσκοτόπια με τα κοπάδια τους. Σταδιακά εντάχτηκαν στην τοπική κοινωνία και αφομοίωσαν τον τρόπο ζωής των λοιπών κατοίκων του χωριού. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Βλάχικες οικογένειες ήταν οι τελευταίες που εγκατέλειψαν το χωριό όταν οι άλλες είχαν ήδη φύγει οριστικά από αυτό. Επίσης άρχισαν να αγοράζουν σπίτια και εκτάσεις γης από τους κατοίκους της Ράχωβας όταν οι τελευταίοι μετακινήθηκαν προς άλλες τοποθεσίες. Η μοναδική οικογένεια που κατοικεί σήμερα μόνιμα στο χωριό είναι απόγονοι των Βλάχων, που εγκαταστάθηκαν την εποχή της Ενετοκρατίας. Οι ενέργειες αυτές των Ενετών μαρτυρούν την προσπάθειά τους να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης του αυτόχθονα πληθυσμού και την αγροτική οικονομία.

Οι Τούρκοι όμως ουδέποτε θεώρησαν την Ενετική κατάκτηση ως μόνιμη κατάσταση, και έτσι, το 1715 η περιοχή ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους. Με τη συνθήκη του Πασσάροβιτς οριστικοποιούν την κατοχή τους το1718. Εκατό χιλιάδες στρατιώτες, εξήντα πολεμικά πλοία και εκατό γαλέρες εμφανίσθηκαν στο Αίγιο το 1714. Για να τους αντιμετωπίσουν οι Βενετοί διέθεταν μόνο 7000 πεζούς και 1000 ιππείς διάσπαρτους σε διάφορα φρούρια του Μορέα.
Για την εποχή της δεύτερης Τουρκοκρατίας έχουμε αναφορές για τη διάδοση του αρματωλισμού. Οι αρματωλοί της Πελοποννήσου ήταν μια δύναμη που δε μπορούσαν να αγνοήσουν οι Τούρκοι. Σχηματίζοντας συμμορίες, καταφεύγουν σε ορεινές περιοχές, απ’ όπου αδιάκοπτα επιτίθενται στους Τούρκους. Εκτός βέβαια της δράσης των κλεφτών η μυστική δράση της Φιλικής Εταιρείας, που διαδόθηκε ενίσχυσε την εθνική συνείδηση κατά τα προεπαναστατικά έτη, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις πρώτες κινήσεις.
Από άποψη οικονομικής και εμπορικής κατάστασης, η περιοχή υπό τον Τουρκικό ζυγό ήταν σχετικά καλή. Ακόμη εκδηλωνόταν τα αποτελέσματα των θετικών μέτρων που λήφθηκαν κατά την Ενετική εξουσία. Οι Τούρκοι, λαός ποιμενικός και πολεμοχαρής, παραμέλησαν την γεωργία με αποτέλεσμα οι μεγάλες εκτάσεις γαιών να παραμείνουν ανεκμετάλλευτες. Την περιφρόνηση των Τούρκων προς το εμπόριο και τη βιομηχανία εκμεταλλεύτηκαν οι Έλληνες, συγκεντρώνοντας στα χέρια τους το εμπόριο σχεδόν όλης της αυτοκρατορίας. Αλλά η έλλειψη προστασίας και φροντίδας του κράτους, η ανομία και οι καταχρήσεις της εξουσίας, δημιουργούσαν καταστάσεις αστάθειας, αβεβαιότητας και ταλαιπωρίας για τους γεωργούς και τους βιομήχανους/βιοτέχνες. Οι κάτοικοι της Ράχωβας, όπου παρατηρείται έλλειψη καλλιεργήσιμης γης, οδηγήθηκαν μακριά από τις εστίες τους. Οι Ραχωβίτες κατέβηκαν στα παράλια του Κορινθιακού, όπου απέκτησαν κτήματα «εξ ων κυρίως απολαμβάνουσι ασταφίδα, οίνον, έλαιον και άλλα».[14]
Κατά την Τουρκική κυριαρχία επιτράπηκε η αυτοδιοίκηση των Ελλήνων. Αυτή εφαρμοζόταν με την ανάδειξη των δημογερόντων σε κάθε χωριό, οι οποίοι σε επαρχιακή συνέλευση εκλέγανε τους επαρχιακούς προεστούς. Από τους τελευταίους εκλέγονταν οι δύο μοραγιάνηδες. Οι δημογέροντες ήταν υπεύθυνοι για τη διασφάλιση των συμφερόντων των κοινοτήτων και την είσπραξη των φόρων για το λογαριασμό των κατακτητών. Πολλοί απ’ αυτούς βρέθηκαν ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων και κατάφεραν να συγκεντρώσουν μεγάλο πλούτο, προερχόμενο από το μόχθο των καταπιεσμένων συμπατριωτών τους. Οι πρόκριτοι είχαν διαιρεθεί σε φατρίες. Ωστόσο, παρά την αρνητική πλευρά του γεγονότος, η ευπορία των προκρίτων και οι συγκέντρωση γαιοκτησιών στα χέρια τους συνέβαλε στον περιορισμό της οικονομικής ισχύος των Τούρκων και πολλές φορές μάλιστα χρηματοδότησαν κοινωνικά έργα σπουδαίας σημασία, όπως το σχολείο του Α. Σπανού.
Κατά το Ρώσο – Τουρκικό πόλεμο οι επαναστατικές κινήσεις στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν από τους Ρώσους για αντιπερισπασμό. Από την αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ αποστέλλονται πράκτορες, για να ετοιμάσουν την εξέγερση. Ο Μοριάς επαναστάτησε. Μετά τους δισταγμούς των Πατρινών να κινηθούν, ο Μητροπολίτης της Πάτρας Παρθένιος συγκάλεσε στο Αίγιο σύσκεψη με τους τοπικούς παράγοντες και αποφασίστηκε η συμμετοχή στην επανάσταση. Καταρτίστηκε στρατιωτικό σώμα, το οποίο, με την υποστήριξη του Μεγάλου Σπηλαίου, εκστράτευσε κατά των Καλαβρύτων. Γρήγορα όμως οι ελπίδες των επαναστατών διαψεύστηκαν. Οι Ρώσοι δε διέθεταν καμία δύναμη πεζικού, ενώ στην Πελοπόννησο αποβιβάσθηκαν μόλις 400 στρατιώτες. Στρατιές Αλβανών εισέβαλαν στη χώρα και κατέστειλαν την εξέγερση. Ακολούθησαν άγριες σφαγές και λεηλασίες. Ο Ρωσικός στόλος αποχώρισε από τα βόρεια παράλια και το Αίγιο με την καταστροφή του πλήρωσε το βαρύ τίμημα των πανσλαβικών σχεδίων.
Μια ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για τη Ράχωβα κατά τα χρόνια της Β΄ Τουρκικής κυριαρχίας αποτελεί το χειρόγραφο του Εμμ. Σκαρπέτη. Κάθε λέξη που έγραψε για την «γλυκιά του πατρίδα» ακτινοβολεί αγάπη για τον τόπο που γεννήθηκε.
Παρακάτω παραθέτουμε αυτούσια την περιγραφή που έδωσε:
«Ερχόμενος από τον Κορινθιακόν κόλπον, κατά μεσημβρίαν και προς τας πηγάς του Κράθιος ποταμού (το Ποτάμι της Ακράτας) οδεύων, απ’αμφοτέρων των μερών τούτου του ποταμού κείνται τα νυν αι κάτωθεν κώμαι: και αριστερόθεν τα Κολοκυνθιάνικα, η Βεργοτίτζα, η Σελιάνα και άνωθεν ταύτης το Σαραντάπηχον, είτα το Περιθώριον, δεξιόθεν σε η ρηθείσα Πελλήνη πόλις, ήτοι η Βλοβοκά, το Αρφάρα, το Σινεβρόν και η Βελά. Επάνωθεν τούτων ως πρωτεύουσα κείται η Πελλήνη κώμη, η τα νυν Αράχοβα / καλούμενη, η ιδίως και καθ’αυτό εμή γλυκυτάτη πατρίς, εις ην εν τω 1748 εγεννήθην και ανετράφην… Αυτή γουν η Αράχονα κατ’αρκτον μεν και δυσμάς υπό ορέων συνεχίζεται, κατ’ανατολάς δε και μεσημβρίαν υπό μιας τερπνοτάτης θέσεως κατάρρυτος ούσα και κατάφυτος. Έχει ευκραέστατον αέρα, γλυκύτατα και κρυωδέστατα ύδατα και ο τόπος ο καλούμενος Βασιλική Βρύσις καταποτίζει αυτήν, εν ω και μύλος υπάρχει, ευφορεί καρπών, οπωρών παντοδαπών, οίνων και σηρικού νήματος, τα δε σκόρδα ταύτης ονομαστά είσιν. Αφίσταται του Κορινθιακού Κόλπου σταδίους 120, εις τα παράλια του οποίου κατ’ετούτους τους υστέρους καιρούς έλαβον οι Αραχοβίται διάφορα κτήματα, οίνον, έλαιον και άλλα. Διαιρείται μεν η Αράχοβα εις Άνω Χωρίον και Κάτω Χωρίον, εις δε γειτονίας ήτοι γενεάς δέκα, οιον από μεσημβρίας προς άρκτον τα Σταυριάνικα, Ταξιαρχάνικα, Ρουπιάνικα, Κιντιάνικα, Μυρτεγιάννικα, Ισπανιάνικα, Σκαρπετιάνικα, Τραγανιστιάνικα, Πλασσαριάνικα / και εν των Χωρίω τα Βαριάνιακα και τα λ. Έχει εκκλησίας επτά: του Αγίου Ιωάννου, του Ταξιάρχου, του Προφήτου Ηλιού, δύο του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Αθανασίος, και του Αγίου Γεωργίου, εξ ων του Αγίου Νικολάου και του Ταξιάρχου καλώς σώζονται, των δε λοιπών αι στέγαι διεφθάρησαν, μ’όλον τούτο επιτελείται εν αυταίς η Θεία Λειτουργία. Φαίνονται προσέτι και ερείπια μοναστηρίου τινός καλουμένου κοινώς των Καλογραίων. Υπόκειται πνευματικώς υπό τον Κορίνθου, εξωτερικώς δε υπό τον Καλαρύτων. Υπήρχε τα πάλαι, ως λέγουσι, φεουδόν τινος σουλτάνης, διο και Σουλτάνα εκαλείτο, και τελευταίον είχε πολλούς κατοίκους εν ευημερία διάγοντας, αλλ’εξ ων οι πλείονες εκ των κατά καιρούς δυσβαστάκτων δοσιμάτων εις άλλας πόλεις και χώρας εμετοίκησαν».

Στην αρχή του 19ου αιώνα η Ράχωβα μνημονεύεται επίσης στις περιηγήσεις του πρόξενου της Γαλλίας Πουκεβίλ, «Voyage dans la Grece». Στις σελίδες αφιερωμένες στο Αίγιο και λοιπούς παράλιους οικισμούς περιγράφει τα αρχαία που ευρέθησαν, τις εκκλησίες και μονές. Αναφέρει ότι η Επισκοπή της Βοστίτσας «εκτείνει την δικαιοδοσίαν της επί της πόλεως και των περιχώρων, τα οποία αποτελούνται από 12 χωριά, χαρακτηριζόμενα ως κεφαλοχώρια και από μερικά τσιφλίκια. Από του έτους 733-746 ανήκεν αυτή εις την αυτοκέφαλον Αρχιεπισκοπήν Πατρών (Δ. Ζακυθηνού, «Οι Σλάυοι εν Ελλάδι»σελ.44).»[15]
Παρακάτω αναφέρει το Κτηματολόγιο (Cadastre) της περιοχής της Βοστίτσας κατά τα έτη 1816- 1817:

Ονόματα πόλεων, κωμών και χωρίων Αριθ. Οικογενειών
1. Βοστίτσα 800
2. Διακοφτό 230
3. Γελίνι (Ielini) 130
4. Πύργος 30
5. Κερνίτσα 15
6. Μαμουσά 30
7. Φτέρη 70
8. Μαυρίκι 25
9. Παντελεήμων 7
10. Κουνινά 50
11. Αράχωβα (Parachova) 25
12. Παρασκευή 30
13. Κακοχωριό 25
14. Γρηγόρι 6
15. Τούμπα 5
Και δέκα τσιφλίκια 70
Σύνολο οικογενειών 1.548
Σύνολο ατόμων 7.740
Όσον αφορά στην κατάσταση της περιοχής κατά τα προεπαναστατικά χρόνια, παραθέτουμε απόσπασμα από το βιβλίο Αλ. Δασκαλόπουλου: «Ο λαός, πτωχός και ολιγαρκής, επεδίδετο εις την γεωργίαν και την κτηνοτροφίαν δια σκληράς προσωπικής εργασίας, το δε εμπόριον και η βιομηχανία ευρίσκοντο εις νηπιώδη κατάστασιν, μολονότι επεκράτει πίστις άδολος εις τας μεταξύ των ατόμων χρηματικάς συναλλαγάς. Η πολυπληθής καλή τάξις είχε πλούτον και ευημερίαν και διεκρίνετο δια την πολυτέλειαν και την αρχοντιάν της ζωής της.»[16]. Αλλά και σ’εκείνα τα σκοτεινά χρόνια της δουλείας η Ράχωβα ακολουθούσε τις προσπάθειες των Ελλήνων να επιτύχει την εθνική συνοχή δια της παιδείας και της θρησκείας. Στη Ράχωβα ιδρύθηκε σχολείο, για τη δράση του οποίου βλέπε σχετικό άρθρο.
Στο τέλος Ιανουαρίου (26-30) 1821, στις παραμονές της επαναστάσεως, στο Αίγιο συγκαλέστηκαν από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό κορυφαίοι αρχηγοί Αχαΐας, πολιτικοί του Μοριά, ιερείς, προεστοί και μέλη της Φιλικής Εταιρείας σε περιβόητη Μυστική Συνέλευση της Βοστίτσας. Αν και τα αποτελέσματα της σύσκεψης αυτής[17], και της επόμενης της Αγίας Λαύρας, τάσσουν υπέρ της αναβολής των επαναστατικών κινητοποιήσεων, η σύσκεψη αυτή, με είδος προέδρου τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και εισηγητή τον Παπαφλέσσα, προβλημάτισε τους ταγούς του έθνους μπροστά στο τρομερό ζήτημα του ξεσηκωμού. Πάρθηκαν οι αποφάσεις που προπαρασκεύασαν στέρεα την Εθνεγερσία (ετοιμότητα, έρανος, προμήθεια όπλων, στρατολογία κ.ά.) Καμία επαρχία της Πελοποννήσου δεν ήταν τόσο ταραγμένη και ανήσυχη όσο η Αχαΐα. Τα πάντα έδειχναν την απερχόμενη επανάσταση, οι Έλληνες άρχισαν να μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα στα απομακρυσμένα χωριά και στα Επτάνησα, οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν τη σοβαρότητα της κατάστασης και άρχισαν να συγκεντρώνονται στα φρούρια, μερικοί απ’αυτούς διέσχισαν τον Κορινθιακό και διέφυγαν στη Φωκίδα. Οι κάτοικοι του Αιγίου δεν παρεμπόδισαν την αναχώρησή τους. Έλαβαν μέρος και προεπαναστατικά επεισόδια, όπως αυτό στο χωριό Βερσοβά όπου ο Νίκ. Σουλιώτης ηγούμενος 300 ανδρών εξόντωσε στρατιωτικό σώμα δύο μπουλουκπασήδων και 28 Αλβανών. Άλλο ένα επεισόδιο έγινε στο χωριό Αρφαρά: ο Μουλά Γιακούπ, οθωμανός αξιωματούχος και τοποτηρητής του Δήμου Φελλόης, ήταν καλεσμένος σε έναν ελληνικό γάμο στα Αρφαρά, την ώρα του γλεντιού ήρθαν εσπευσμένα οι Τούρκοι και τον ειδοποίησαν να φύγει μαζί τους, διότι εξεράγει η επανάσταση. Οι προύχοντες της Σελιάνας, γνωρίζοντας για το κίνημα, πέρασαν από τα μονοπάτια και κατέλαβαν ένα ύψωμα, απ’όπου επρόκειτο να περάσουν οι Τούρκοι, κατεβαίνοντας από τα Αρφαρά, «και διερχομένους εκείθεν εφόνευσαν πάντας δι’ανταλλαγής ολίγων πυροβολισμών»[18].
Λίγες μέρες μετά την έκρηξη της επανάστασης η περιοχή της Ράχωβας απελευθερώθηκε από την τουρκική παρουσία. Υπήρχε κίνδυνος μόνο για την παραλιακή ζώνη, εφόσον αυτή συνδέει την Κόρινθο με την Πάτρα και στις ακτές της πάντα ήταν δυνατόν να αποβιβαστούν στρατεύματα τουρκικών πλοίων. Το ενδεχόμενο των εχθρικών ενεργειών σε αυτή τη ζώνη πάντα απασχολούσε τις ελληνικές δυνάμεις. Έτσι τον Απρίλιο του 1821, όταν ο στρατός του Κεχαγιάμπεη ερχόμενος από την Πάτρα φτάνει στην περιοχή, οι Καλαβρυτινοί αγωνιστές τον χτυπούν και προκαλούν μεγάλη ζημία.
Τις πρώτες νίκες των Ελλήνων αγωνιστών επισκίασε ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε το 1824. Οι διαμάχες μεταξύ πολιτικών, στρατιωτικών και προκρίτων δεν είχαν σταματήσει από την αρχή της επανάστασης. Ως αποτέλεσμα ήταν η είσοδος των ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Τα στρατεύματά τους έφτασαν ως την Ζαρούχλα. Η συμπεριφορά και οι καταχρήσεις τους ήταν δυσβάσταχτες για τον γηγενή πληθυσμό. Οι εμφύλιες διαμάχες που είχαν διχάσει τους Έλληνες δεν προκάλεσαν ωστόσο την κάμψη του αγωνιστικού κινήματος των κατοίκων. Η παραλιακή περιοχή της Ακράτας συνεχίζει να έλκει την προσοχή τόσο του εχθρού όσο και των αγωνιστών. Μετά τις μάχες στην Ακράτα και το Καστράκι (1825) οι σκληρές δοκιμασίες έλαβαν τέλος. Η συμμετοχή των κατοίκων της περιοχής στον απελευθερωτικό αγώνα ήταν πολυπληθής και παρέσυρε ακόμη και τους διστακτικούς συντηρητικούς προεστούς. Τα ονόματα των κάτωθι Ραχωβιτών μνημονεύονται στα έγγραφα της επαναστατικής περιόδου: Κούζας Σταύρος, Κουνάβης Κυριάκος, Παλαιολογόπουλος Αναγνώστης, Παναγούλιας Χρήστος, Παπανδρικόπουλως Σπυρίδων, Ράλλης Νικολής, Σανός Ανδρούτσος.
Κατά την Καποδιατριακή περίοδο (1828 – 1832) η κυβέρνηση έρχεται να αντιμετωπίσει ανύπαρκτη δημόσια Διοίκηση, κατεστραμμένη οικονομία, μέγιστη ύφεση εμπορίου, παραμελημένη γεωργία, και συν τοις άλλοις, τους ληστές που τυραννούσαν τους κατοίκους. Για την επίτευξη της προόδου η Πελοπόννησος αναδιοργανώνεται διοικητικά, διαιρείται σε 7 τμήματα, η Ράχωβα υπάγεται σε επαρχεία Καλαβρύτων. Έκαστο χωριό της επαρχίας διοικήθηκε από τους Δημογέροντες, ο αριθμός των οποίων ήταν ανάλογος προς τον αριθμό των οικογενειών του χωριού. Τα ονόματα των Δημογερόντων της Ράχωβας, όπως αυτά φαίνονται από τα δημόσια έγγραφα της εποχής: Ανδρέας Παλαιολόγος, Παπα-Χρήστος Σακελλίων. Ιδιαίτερη μέριμνα έλαβε η κυβέρνηση για την ανάκαμψη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.
Ο απελευθερωμένος λαός έστρεψε την προσοχή του στην παιδεία, την οποία στερήθηκε κατά τα χρόνια της δουλείας. Από τα σχολεία που λειτουργούσαν στην περιοχή αναφέρουμε το σχολείο Χασίων, το οποίο αριθμούσε 935 μαθητές, των Κλουκινών – 1040. Στη Ράχωβα λειτουργούσε Ελληνικό και Αλληλοδιδακτικό σχολείο το οποίο ίδρυσε ο Ανδρούτσος Σπανός (βλέπε άρθρο «Σχολείο Ραχώβης»).

Κατά την Οθωνική περίοδο (1833 – 1862) στην περιοχή δε συνέβησαν σημαντικά ιστορικά γεγονότα, ο κοινωνικός βίος δε γνώρισε μεγάλες διακυμάνσεις και η πολιτική δραστηριότητα των κατοίκων περιοριζόταν σε ζυμώσεις κατά τις εκλογές για την ανάδειξη των βουλευτών. Κατά την εποχή αυτή σημειώνεται αυξημένη κάθοδος των κατοίκων των ορεινών χωριών προς τα παράλια. Γενικότερα, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στην περιοχή δε συνέβησαν σημαντικά γεγονότα, οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με τις βασικές εργασίες και την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης.
Η ασφάλεια την εποχή εκείνη (1869 – 1900) ήταν ανύπαρκτη, μετά τη δύση του ηλίου η περιοχή ολόκληρη παραδιδόταν στο έλεος κλεφτών και «κοτετσάδων», ζωοκλεφτών και ληστών. Η αφοσίωση των ραχωβιτών στην κτηνοτροφία ήταν τόσο σταθερή, που τις εποχές που τα κοπάδια τους ήταν λιγοστά, δανείζονταν ζώα από τους άλλους. Η Ράχωβα δεν αναφέρεται στις τοπικές εφημερίδες ως «εστία ζωοκλοπής»[19] . Από τις αναμνήσεις του Θ. Γκόφα μαθαίνουμε και για ένα αστείο περιστατικό, την «επτακέφαλη αίγο». Υπήρχε συνήθεια εκείνα τα χρόνια, οι αντιπρόσωποι των υποψηφίων στις εκλογές κατά την περιοδεία τους στην ύπαιθρο να παραθέτουν προεκλογικό δείπνο στους ψηφοφόρους. Προς απόδειξη των δαπανών, ο αρμόδιος επί του γεύματος προσάγει στους αντιπροσώπους του κεφάλι του σφαγμένου ζώου. Ένας κομματάρχης από τη Ράχωβα σε κάποιες εκλογές προσήγαγε στον αντιπρόσωπο του υποψηφίου επτά κεφαλές αιγών αντί της μίας που διέθεσε στο δείπνο. Το αστείο είναι ότι πληρώθηκε και για τις 7.
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή μοιράστηκε τη μοίρα της Ελλάδος. Την εκκένωση της χώρας από τα κατοχικά στρατεύματα ακολούθησε ο εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος μας ταλάνισε μέχρι το 1949. Περισσότερο ταλαιπωρήθηκε η Νωνακρίδα παρά η Φελλόη στην οποία ανήκει Ράχωβα. Μετά το τέλος του εμφυλίου άρχισε μια πολύ δύσκολη και δημιουργική προσπάθεια στην Πελοπόννησο, όπως σε όλη την Ελλάδα.
Κατά τη διακυβέρνηση των στρατιωτικών (1967 – 1974) η περιοχή ακολουθεί σε γενικές γραμμές την τύχη της υπόλοιπης χώρας: μονόπλευρη πληροφόρηση, αλλαγές κοινοτικών συμβουλίων, συλλόγων και οργανισμών, απαγόρευση απεργιών και συλλαλητηρίων, προβολή και εξύμνηση της κυβέρνησης και διάφοροι εορτασμοί. Οι οικονομικές συνθήκες κατά τις περιόδους αυτές εξακολουθούν να είναι δυσμενείς. Όλο και περισσότεροι κάτοικοι μετοικούν στην παραλιακή ζώνη, όπου ασχολούνται με την καλλιέργεια. Η κτηνοτροφία, η οποία και παλαιά απαιτούσε επίπονες προσπάθειες και είναι ελάχιστα αποδοτική, περιορίζεται σημαντικά. Οι γεωργοί γνώρισαν κάποιες περιόδους ακμής, αλλά όπως πάντα ήταν αντιμέτωποι με κακές καιρικές συνθήκες, και την εκμετάλλευση από τοκογλύφους και μεγαλεμπόρους.

Ταυτόχρονα ξεκινάει η μετανάστευση στο εξωτερικό. Ως παλαιότερος μετανάστης της περιοχής αναφέρεται ο Θ. Κουβέλης, ο οποίος μετανάστευσε το 1901 στην Αυστραλία. Το δρόμο προς την Αυστραλία, την Αμερική και τη Γερμανία ακολούθησαν πολλοί κάτοικοι. Ύστερα από δεκαετίες ο πόλος έλξης πλέον ήταν η Αθήνα, τις δεκαετίες του 70 – 80 πολλοί αναζήτησαν εργασία και διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης, που προσέφερε η πρωτεύουσα.
Παρακάτω παρουσιάζονται στοιχεία απογραφών πληθυσμού[20], τα οποία μας φανερώνουν το ρυθμό ερήμωσης της Ράχωβας, ώσπου να φτάσει στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα.
1823- 1830 75 (οικογένειες)
1863 116 (οικογένειες) 563 (άτομα)
1879 701 (άτομα)
1882 361 (άτομα)
1896 572(άτομα)
1907 431
1920 35
1928 791
1940 307
1951 84
1961 55
1971 11
1981 60

Οι μεγάλες αποκλείσεις των ετών 1907, 1920 και 1928 κατά πάσα πιθανότητα να οφείλονται στην εποχή κατά την οποία διενεργήθηκε η απογραφή. Κατά τους χειμερινούς μήνες ο πληθυσμός της Ράχωβας μειωνόταν πάρα πολύ.

Αυτή, λοιπόν, είναι η σύντομη περιγραφή της πορείας ενός χωριού, μιας κουκκίδας στο χάρτη. Αυτών των γεγονότων ήταν μάρτυρες τα βουνά της Ράχωβας, αυτούς τους ανθρώπους φιλοξένησε η γη της, αυτούς γέννησε, αυτούς έθαψε. Και οι άνθρωποί της, μετέδωσαν στον κόσμο τη φλόγα που είχε ανάψει μέσα τους σε αυτόν τον τόπο, διακρίθηκαν στα γράμματα και στις επιστήμες, στην εκκλησία, στο εμπόριο και στις τέχνες πολύ πέρα και από τα σύνορα της Ελλάδος. Τι θα μου μείνει μετά από αυτό το ιστορικό οδοιπορικό στη Ράχωβα; Είναι το πόσο πολύτιμη και συγκινητική μπορεί να είναι αυτή η κουκκίδα στο χάρτη, πόσα άντεξε και είδε, και πόσο ακόμη θα δει. Με δέος συνειδητοποιείς τη μικρότητά σου μπροστά στους αιώνες που πέρασαν. Πόσο ασήμαντοι είμαστε στην κλίμακα του χρόνου. Τι θα αφήσουμε πίσω μας; Στην ιστορία της Ράχωβας υπήρχαν οι παραπάνω σελίδες, ποιες θα γραφτούν μετά από εμάς…

Ειρήνη Γκαβριλιούκ, 2007



[1] Μ. Σακελλαρίου, 2006, «Εθνικές ομάδες του Ελληνικού χώρου», Ιστορία των Ελλήνων, εκδ. Δομή.
[2] Αντίγονος (381-301) στρατηγός του Αλεξάνδρου, ιδρυτής της δυναστείας των Αντιγονιδών, πατέρας του Δημητρίου του Πολιορκητή
[3] βασιλιάς της Μακεδονίας (302-297), γιος του στρατηγού Αντίπατρου.
[4] Φίλιππος Ε΄ Μακεδόνας βασιλιάς (221-179), ο οποίος αντιστάθηκε στη ρωμαϊκή εισβολή στην Ελλάδα
[5] , Αριστ. Σταυρόπουλου, Ιστορία της πόλεως Αιγίου, Πάτρα, 1954, σ.215
[6] βασιλιάς των Βησιγότθων (396-410)
[7] Dimitri Obolensky, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, , Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 81.
[8] Ιουστινιανός Α΄ έτη διακυβέρνησης 527 – 565 μ.Χ.
[9] Όπως παραπάνω σσ. 100 – 101.
[10] Αριστ. Σταυρόπουλου, Ιστορία της πόλεως Αιγίου, Πάτρα, 1954, σ.221
[11] Για πρώτη φορά στην ιστορία εμφανίζεται εδώ ως όνομα της χερσονήσου. Η προέλευση του ονόματος αμφισβητείται από τους ιστορικούς, κατά τον Φαλμεράγιερ προέρχεται από το Σλαβικό morie (θάλασσα). Άλλοι ερευνητές προτείνουν: πρόκειται για τη μετάθεση του ονόματος Ρωμαία, επίδραση επιθέτου Ανόρειος, ή προήλθε από το δέντρο της μορέας (μουριάς) που αφθονούσε στην Πελοπόννησο, είτε επειδή το σχήμα της Π. μοιάζει με το φύλλο του δέντρου αυτού.
[12] Αθανάσιου Θ. Φωτόπουλου, «Ιστορικά και Λαογραφικά της Ανατολικής περιοχής Αιγιαλείας και Καλαβρύτων», Αθήναι 1982, σσ. 77-78
[13] Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Αθήνα 1988, σ.190
[14] χειρόγραφο του Εμμ. Σκαρπέτη (1793)
[15] Ιστορία της πόλεως Αιγίου, Αριστ. Σταυρόπουλου, Πάτρα, 1954, σ.320
[16] «Η εν Αιγίω μυστική Συνέλευσις του 1821» του Αλεξ. Δεσποτοπούλου
[17] «Να καταγραφώσιν αι εισφοραί, να μη κινηθή πρώτη η Πελοπόννησος, να εξιχνιασθούν αι διαθέσεις του Ρώσσου αυτοκράτορος, να εξετασθούν αι διαθέσεις των Νήσων…» Π.Π. Γερμανού Απομνημονεύματα
[18] Αθ. Φωτόπουλος, ο.π. σ.207
[19] «Κεραυνόν» 4 Οκτωβρίου 1892.
[20] Αθανάσιου Θ. Φωτόπουλου, «Ιστορικά και Λαογραφικά της Ανατολικής περιοχής Αιγιαλείας και Καλαβρύτων», Αθήναι 1982, σ. 381

No comments: