Friday, February 27, 2009

Ο χρόνος είναι σαν ζητιάνος


Θυμάσαι τη γιορτή του Αγ. Σπυρίδωνος που γιόρταζε ο δάσκαλος; Ήταν χειμώνας, 12 Δεκεμβρίου και η κυρα-δασκάλα είχε στρώσει το σπίτι που μοσχοβολούσε. Κόκκινες φλογάτες φλοκάτες. Καθαρές, πολύχρωμες κουρελούδες. Μοσχοβολούσα καρυδόπιτα. Και νόστιμο φρικασέ. Πάντα γιόρταζε τη γιορτή του. Πάντα με επικέπτες που πήγαιναν να του ευχηθούν χρόνια πολλά, να φάνε γλυκό και να πιουν λικέρ. Να υποβάλλουν τα σέβη τους, την εκτίμηση, την αγάπη και την ευγνωμοσύνη τους στην αποδοχή του. Και να ανανεώσουν τους δεσμούς φιλίας και πίστης στην ζωή, στην πρόοδο, στην υγεία και στην ανάπτυξη. Για να περάσει ο χρόνος χρειάζεσαι έναν Άγιο να γιορτάζει την ίδια μέρα που γιορτάζεις και εσύ με τους φίλους σου και τους δικούς σου.



Ο χρόνος είναι αναγνώριση της πραγματικότητας... ότι είμαστε παιδιά ενός πατέρα και μιας μητέρας που έφεραν ο καθένας μια γραμμή παράδοσης, αποτελούμενη απο κρίκους ιστοριών, τις οποίες μάς αφηγούνται ... και εμείς συνεχίζουμε να τις μεταδίδουμε.

"Παράδειγμα: ο Τηλέμαχος. Ο γιος που δεν τον έχει δει ποτέ. Όταν η Αθηνά του μιλάει για τον πατέρα του, εκείνος απαντά ότι αγνοεί τα πάντα γι' αυτόν, ότι ασφαλώς έχει ακούσει να λένε ότι ο Οδυσσέας ήταν πατέρας του, αλλά ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτε. Ότι εφόσον έχει εξαφανιστεί, ο πατρικός ρόλος δεν αντιπροσωπεύει κατά συνέπεια τίποτε γι' αυτόν. Επομένως, στην επιστροφή του, ο Οδυσσέας δεν θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει σε σχέση με τόν γιο του σήματα, τα αναγνωριστικά αυτά σημάδια που φέρει στο σώμα του και που συνεχίζουν να είναι ορατά παρά τις όποιες μεταμορφώσεις του, όπως είναι η ουλή βάσει της οποίας αναγνωρίζεται από την τροφό. Πώς λοιπόν προχωρεί; Θυμίζω τα γεγονότα: είναι στην καλύβα με τον γιο του, και είναι πάντα όπως τον έχει μεταμορφώσει η Αθηνά, δηλαδή ένας γέρος ζητιάνος τελείως εξαθλιωμένος. Ο γιος του τον καθησυχάζει, του υπόσχεται φιλοξενία στα ανάκτορα, του εγγυάται ότι δεν θα τον κακομεταχειριστούν. Η Αθηνά φτάνει, μπαίνει μέσα, ο Τηλέμαχος δεν την βλέπει, την βλέπει όμως ο Οδυσσέας, ενώ τα σκυλιά αισθάνονται την παρουσία της. Με ένα νεύμα της ο Οδυσσέας βγαίνει έξω, εκέινη τον αγγίζει με το ραβδί της και να που ξαναγίνεται ο εαυτός του, στην εκτυφλωτική ομορφιά του που τον κάνει να μοιάζει με θεό: είναι ο Οδυσσέας. Και μπαίνει ξανά μέσα. Ο Τηλέμαχος προφανώς μένει έκπληκτος μπροστά σε αυτήν την εμφάνιση.Και αναφωνεί: "ώστε λοιπόν είσαι θεός!" - "Μα όχι, δεν είναι έτσι: είμαι ο πατέρας σου". Ο Τηλέμαχος δεν πιστεύει λέξη. Αντιδρά φέρνοντας ως επιχείρημα την αντίθεση ανάμεσα στον άθλιο γέροντα που έβλεπε πριν και τον τωρινό συνομιλητή του, όμοιο με τον Δία ή τον Απόλλωνα. "Πράγματι είσαι ο θεός!" καταλήγει. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δύσκολο για τον Οδυσσέα να τον πείσει... Και πως τα καταφέρνει στο τέλος; Τοποθετώντας τον εαυτό του απέναντι στον Τηλέμαχο ως πατέρα απέναντι στον γιο του. Του λέει βασικά τα εξής: "Θα συνεχίσεις δηλαδή να αμφισβητείς τα λόγια μου; Σου λέω ότι είμαι ο πατέρας σου, και αυτό θα πρέπει να αρκεί: δεν σου μένει τίποτε άλλο από το να με υπακούς χωρίς αντιρρήσεις". Και έχοντας έτσι μπει στον ρόλο του πατέρα, ξαναγίνεται στην πράξη ο πατέρας του Τηλέμαχου, γίνεται όμως ο πατέρας του Τηλέμαχου διότι από την πλευρά του ο Τηλέμαχος, ο οποίος δεν είχε πατέρα, βρίσκει έναν..."

Jean-Pierre Vernant: Περί ορίων. Αναμεσα στον μύθο και την πολιτική ΙΙ. Μετάφραση: Μαίρη Ι. Γιόση. Αθήνα: Σμίλη. (σ. 123-124).

No comments: