Monday, November 30, 2009

Από τα Μακρά Βάλτα


Τι δείχνει ο αγέραστος έφηβος της Αράχωβας; To μέλλον, τους νέους ορίζοντες.

Thursday, November 19, 2009

Έρχονται οι αντάρτες


Θυμάσαι που είμαστε μαζεμένοι στο προαύλιο του μεγάλου Αη Νικόλα και ξαφνικά ακούσαμε την φωνή ότι έρχονται οι αντάρτες. Και άρχισαν να τρέχουν οι μεγάλοι, οι νέοι, εικοσάρηδες και τριαντάρηδες, να φύγουν για τα παραθαλάσια για να μη τους πιάσουν και στους στρατολογήσουν οι αντάρτες. Πήδηξε και ο Παύλος την μάντρα του προαυλίου και άρχισε και αυτός να τρέχει κατά την Μπαλκουβίνα. Θα ήταν τότε 11 χρονών. Στην Μπαλκουβίνα ήταν ο πατέρας του ο δάσκαλος και ο θείος ο Πέτρος, αδελφός του δάσκαλου. Έφτασε μετά τα μεσάνυχτα και ξύνησε τον δάσκαλο που ξαφνιάστηκε μόλις τον είδε. Τι κάνεις εσύ εδώ; Έφυγα γιατί θα έρχονταν οι αντάρτες του είπε αυτός. Και τι δουλειά έχουν οι αντάρτες με σένα ρε κερατιάρη; Του έθεσε ξεκάθαρα τις διαφορές στις γεννιές και έτσι τον καθησύχασε.

Tuesday, November 3, 2009

Ο αντάρτης


Θυμάσαι κοντά στο τέλος του εμφυλίου, που ξαφνικά μάθαμε ότι γινόταν λαϊκό δικαστήριο στο προαύλιο της εκκλησίας. Εσύ το είχες δει. Δικαζόταν ένας νέος με τη κατηγορία ότι έκλεψε. Καταδικάστηκε σε θάνατο. Δεν ήταν κάτι που συγχωρούσαν τότε οι αντάρτες. Από ό,τι όμως έλεγαν οι άλλοι στην Αράχωβα δεν ήταν αυτός ο λόγος αλλά ένα γράμμα στους δικούς του, που έπιασαν οι συντροφοί του, ότι δεν θά έμενε άλλο στο βουνό, θα το έσκαγε και θα πήγαινε να τους βρει, τους είχε επιθυμήσει και του έλειπαν. Θα λιποτακτούσε. Αυτό σίγουρα δεν το συγχωρούσε κανείς στρατός ιδιαίτερα εκείνη την εποχή. Η εκτέλεση έγινε την ίδια μέρα έξω από τον μικρό Αη Νικόλα. Τον έβαλαν να ανοίξει τον δικό του λάκο. Και ο παλαβός ο Χαραλάμπης του Πλασαρά του έλεγε..."Ρε καομοίρη... ξέρεις που σε πάνε τώρα... ξέρεις πού σε πάνε, ξέρεις τι θα σου κάνουν...". Πού να ξέρει τι είναι ο θάνατος... Φαντάζεσαι την αγωνία που θα είχε. Τον έθαψαν αδιάβαστο πίσω ακριβώς από τον μικρό Αη Νικόλα. Αυτόν που έκτισε ο Πατριάρχης Δοσίθεος Β' 300 χρόνια πριν. Κάθε εκκλησία κάθε γειτονιάς είχε παλιά το δικό της νεκροταφείο. Όταν μεγαλώναμε εμείς ύπήρχε ένα νεκροταφείο. Και ένας πρόσφατος τάφος στη μέση του χωριού, φορτισμένος με τόση ενοχή, δεν ήταν εύκολο να τον σκεφτούμε και να τον εντάξουμε στην ζωή μας. Θυμάσαι όταν μεγαλώναμε φοβόμουν να περάσω από κοντά από τον μικρό Αη Νικόλα. Εμέις δεν ξέραμε ποιός τον έκτισε. Ξέραμε ότι αυτό το άσπρο στον πίσω τοίχο του αυτόν προς στην Σκαλίστα ήταν από τα μυαλά του αντάρτη. Αυτά ακούγαμε, ανεπεξέργαστα, ωμά και απένθητα, μέχρι που μεγαλώσαμε. Φοβόμαστε το τελεσίδηκο του θανάτου και ταυτόχρονα φοβόμαστε μήπως δεν είναι αυτό το πραγματικό σημείο που έκειτο ο εκτελεσθείς. Και μήπως σηκωθεί από τον τάφο και μας κυνηγήσει. Τα μάτια των Αγίων του Αη Νικόλα τα είχαν βγάλει οι αντάρτες; Έτσι ξέραμε.