Thursday, October 23, 2008

Μονόγραμμα










I


Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές


Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος


Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας


Καί θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα


Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.




VII


Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί


Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή


Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ


Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό


και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
θα πενθω παντα μ'ακους,


για σενα μονος στον παραδεισο.







Οδυσέας Ελύτης


















Friday, October 17, 2008

Εμπός στο άγνωστο. Ποιος θέλει να πάρει τον λόγο;



Δεν έχει ποτέ υπάρξει πιο ατομικιστικό πολιτικό σώμα από την αρχαία Πόλη. Στη βουλή μπορούσε κανείς να σηκωθεί, να πάρει τον λόγο εάν εβούλετο και να μιλήσει, να διακριθεί. Μπορούσε να πάρει στα χέρια του τις συνθήκες της ζωής του.
Οι πανηγυρικοί ήταν εύκολοι. Αλλά ψευδείς λόγοι. Το να πάρεις τα βήμα στην αγορά ήταν δύσκολο. Έπαιρνες την ευθύνη των λόγων σου. Δεν μπορούσες να λες ό,τι θέλεις και να παρασύρεις τους άλλους σε λάθος αποφάσεις. Είχε συνέπειες ο λόγος σου.
Arendt, H. (1958) Η Ανθρώπινη Κατάσταση, 1986, Μετάφραση: Στ. Ροζάνης, Γ. Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα, Γνώση

Οι δημόσιες λειτουργίες μας είναι πολιτικές με την αρχαία αίσθηση που γεννήθηκε στην Αθήνα όταν οι πολίτες της ανέλαβαν το δικαίωμα της ενεργούς συμμετοχής και του ελέγχουν των συνθηκών της ζωής τους. Η αδυναμία της θρησκείας τους – οι Έλληνες δεν πίστευαν σε ένα δόγμα που να δίνει τον νόμο – τους ανάγκασε να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Οι νόμοι ήταν κατασκευές – πλαίσια εξωτερικά που καθιστούσαν δυνατή την σύμπραξη και την συνομιλία των ατόμων. Οι Έλληνες πίστευαν ότι ο κόσμος (η τάξη που μας περιβάλλει) προέρχεται από το χάος. Απέναντι στον εξωτερικό κόσμο αντέταξαν την δημιουργικότητά τους και την αλήθεια. Έτσι ανέπτυξαν την αίσθηση του τραγικού. Οι Έλληνες ανέλαβαν να αντιπαραθέσουν στο τίποτα και στη σύγχυση του χάους την αλήθεια σκεπτόμενοι τις αναγκαίες σχέσεις – τους εγγενείς νόμους – που ενυπάρχουν και διέπουν το εσωτερικό των αντικειμένων της φύσης. Ανέλαβαν να αφαιρέσουν από το συγκεκριμένο το γενικό για να βρουν τους νόμους που διέπουν τις συνδέσεις όλων των πραγμάτων. Από αυτή την αναζήτηση άρχισαν τις πολιτικές τους δραστηριότητες με σκοπό να σκεφθούν τους εγγενείς νόμους που πίστευαν ότι διέπουν το εσωτερικό των κοινωνιών τους. Από τότε οι κοινωνίες αυτο-θεσμίζονται με τη μεσολάβηση της δημιουργικής φαντασίας και του ανα-στοχασμού, της σκέψης που επιστρέφει επί του εαυτού
Castoriades, C. (1982-83), Ce qui la fait la Grèce, D’Homère à Héraclite. Séminaires 1982-83, Editions du Seuil, Paris. Μετάφραση στα Ελληνικά: Ξ. Γιαταγάνας, 2004, Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική

«Η… συνέλευση άρχιζε πάντα με ιερή πράξη. Οι ιερείς πρόσφεραν θυσία, ύστερα χάραζαν ένα κύκλο, ραντίζοντας το χώμα με νερό μέσα σ’ αυτόν τον ιερό κύκλο. Πριν πάρει το λόγο κάποιος ομιλητής, έλεγαν μια προσευχή μέσα στην απόλυτη σιωπή του συγκεντρωμένου λαού (Δημοσθένης). Συμβουλεύονταν επίσης τους οιωνούς και, αν παρουσιαζόταν στον ουρανό το παραμικρό άσχημο σημάδι, η συνέλευση διαλυόταν αμέσως. (Αριστοφάνης)…
Ας δούμε τώρα τον ελληνικό στρατό και ας πάρουμε για παράδειγμα τη μάχη των Πλαταιών. Οι Σπαρτιάτες είναι παρατεταγμένοι σε θέση μάχης, έχουν όλοι ένα στεφάνι στο κεφάλι και οι αυλητές παίζουν θρησκευτικούς σκοπούς. Ο βασιλιάς, λίγο πιο πίσω από τις τάξεις των στρατιωτών, σφάζει το θύμα. Αλλά τα σπλάχνα δε δείχνουν καλά σημάδια και η θυσία πρέπει να επαναληφθεί. Δύο, τρία, τέσσερα ζώα σφάζονται διαδοχικά. Ωστόσο, το περσικό ιππικό πλησιάζει, ρίχνει τα βέλη του, σκοτώνει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες στέκουν ακίνητοι, με την ασπίδα ακουμπισμένη στα πόδια, χωρίς να προφυλάσσονται καν από την επίθεση του εχθρού. Περιμένουν το σήμα των θεών. Τότε οι Σπαρτιάτες σηκώνουν τις ασπίδες, τραβούν τα ξίφη και νικούν. (Ηρόδοτος)».
Fustel De Coulanges, Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ, Εισαγωγή: Μ.Β. Σακελλαρίου, Μετάφραση: Λ. Σταματιάδη, Φιλολογική επιμέλεια: Θ. Πυλαρινός, Αθήνα 1991,Εκδόσεις ΕΙΡΜΟΣ, Σελ. 255-256