Friday, February 15, 2008

Γερμανός, πατριάρχης Ιεροσολύμων (1543-1579)

Ο Γερμανός (1543-1579)
Διαδέχτηκε στον θρόνο του πατριαρχείου Ιεροσολύμων τον Δωρόθεο και άλλαξε τη ροή της ιστορίας του. Αφιέρωσε τις προσπάθειές του στην εύρεση πόρων για την ανόρθωση των προσκυνημάτων που είχαν εν πολλοίς καταστραφεί από τις επιδρομές των Μαμελούκων.
Ο Γερμανός γεννήθηκε στην Πελοπόνησησο (Αράχωβα). Συγγένευε με τον ¨οσιο Γεράσιμο της Κεφαλλονιάς τον οποίο και χειροτόνησε διάκονο και μετέπειτα σε πρεσβύτερο.
Ο γερμανός φοίτησε στη φημισμένη Σχολή της Μονής Φιλοσόφου (Στεμνίτσα), όπου υπήρχε πλούσια βιβλιοθήκη με χειρόγραφα. Νέος υπηρέτησε στην εκκλησία της Αναστάσεως. Έγινε μετά ηγούμενος της μονής Αγίου Σάββα.
Την Παλαιστίνη κατέκτησαν οι Τούρκοι το 1517. Ο σουλτάνος Σελήμ (1512-1528) ικανοποιημένος για την κατάκτηση της ιεράς πόλης αναγνώρισε με επίσημο φιρμάνι την πλήρη κυριαρχία των ελλήνων μοναχών επί του αγίου Τάφου. Από τότε οι Λατίνοι κυρίως αλλά και οι Αρμένιοι άρχισαν να αμφισβητούν την κυριαρχία των ελλήνων μοναχών. Η κατάσταση ήταν οικονομικά και οργανωτικά οικτρή. Υπήρχε φτώχεια, οι ναοί ήταν ετοιμόρροποι, δεν υπήρχαν ιερατικά σκεύη και ιερά άμφια. Ο Γερμανός άλλαξε αυτή την κατάσταση και έβγαλε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων από το οικονομικό αδιέξοδο.
Τον 16ου αιώνα αναδιοργάνωσε το Πατριαρχείο, ίδρυσε και συγκρότησε την αγιοταφιτική αδελφότητα και τη ένωσε στενά με το Πατριαρχείο. Ανέλαβε την διακυβέρνηση της Αγιοταφιτικής αδελφότητας και την ανασυγκρότηση των πνευματικών δυνάμεων της Εκκλησίας Ιεροσολύμων. Μετασχημάτισε το παλαίφατο Πατριαρχείο σε ένα είδος μονής με τον ίδιον ως ηγούμενο.
Η μοναχική αδελφότητα των Αγιοταφιτών με τη νέα δομή της ανέλαβε ποιμαντορικά καθήκοντα, καθώς τις φριντίδες για τις ανάγκες του Πατριαρχείου. Τα προνόμια των Σέρβων μοναχών της Παλαιστίνης περιορίσθηκαν. Οι λαϊκοί απομακρύνθηκαν από τη διοίκηση και η αδελφότητα ανέλαβε τη συντήρηση του κλήρου, καθώς και την ίδρυση και την ανακαίνιση ναών, σχολείων, νοσοκομείων. Μόνο μέλη της αδελφότητας στέλλονταν ως επίσκοποι ή ηγούμενοι για την ποιμαντορία των επαρχιών και των μονών που ανήκαν στο Πατριαρχείο.
Ο πατριάρχης Γερμανός με σθένος απέκρουσε τις επιβουλές των Φράγκων και των Αρμενίων να οικειοποιηθούν τους ιερούς τόπους. Ταξίδεψε δύο φορές στην Κωνσταντινούπολη για να υπερασπιστεί τα δίκαια της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων στον σουλτάνο Σουλεϊμάν (1522—1560). Το 1566 έκανε έρανο και έσωσε οικονομικά τους Αγίους Τόπους μετά την λεηλαδία τους από τους Βεδουίνους.

Ο Γερμανός συνέχισε την επαφή των προσκυνημάτων με το Ελληνικό γένος. Ταξίδευσε συχνά σε διάφορες Ελληνικές πόλεις. Το ελληνικό γένος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα. Πολλές μικρές και μεγάλες δωρεές, ιερά αναθήματα, κτήματα, μετόχια, μοναστήρια χαρίζονταν από τους προύχοντες Έλληνες, ακόμη και από απλούς χωρικούς και φτωχούς κληρικούς. Όσοι δεν είχαν χρήματα έστελναν στην αδελφότητα σιτάρι, λάδι ή άλλα αγαθά. Η επέκταση της κυριαρχίας των Τούρκων στην Παλαιστίνη επέτρεπε την ελεύθερη μετάβαση των προσκυνητών στα εδάφη του Αγίου Τάφου.
Οι Έλληνες θεωρούσαν καθήκον τους να προσκυνήσουν τον Άγιο Τάφο και να γυρίσουν στην Ελλάδα με τον τίτλο του προσκυνητή (χατζή). Όταν έφταναν στους αγίους Τόπους συναντούσαν μια θερμή υποδοχή και γίνονταν δεκτοί με μεγάλη πομπή. Η Αγιοταφική αδελφότητα απέκτησε έτσι μεγάλη δύναμη. Τα θέματα των προσκυνημάτων έγιναν θέματα του γένους. Υπερασπιστές τους ήταν οι οικουμενικοί Πατριάρχες, οι έλληνες ηγεμόνες, οι μεγάλοι διερμηνείς της Υψηλής Πύλης και οι προύχοντες των Ελλήνων.

Η αγάπη του γένους για τους Αγίους Τόπους καλλιεργήθηκε από:
1.τις συχνές επισκέψεις των πατριαρχών των Ιεροσολύμων στις ελληνικές πόλεις
2. το προσκύνημα των Ελλήνων στους Αγίους Τόπους
3. τις ιστορίες που αφηγούνταν τους αγώνες των Ελλήνων μοναχών κατά των εχθρών
Το 1545 ο Γερμανός συνεκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη σύνοδο που επελήφθη θεμάτων σιμωνίας. Ο Διοσύσιος Β' (1546-1565) πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης είχε κατηγορηθεί
για σιμωνία. Ο Γερμανός κάλεσε τους πορθόδοξους κληρικούς να τον καταδικάσουν. Αργότερα κατεδίκασε επίσης τον πατριάρχη Ιωάσαφατ Β' (1555-1565) για τις φιλενωτικές ενέργειές του.
Στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη (Νυν Πυρσού) Εκδοτικός Οργανισμός ‘Φοίνιξ’ ΕΠΕ… διαβάσαμε το εξαιρετικό άρθρο του Ε.Γ. Παντελάκη για τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Γερμανό (1543-1579):

«Παραιτηθείς ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δωρόθεος μετά πατριαρχείαν 43 ετών, υπέδειξε διάδοχό του τον μοναχόν της μονής του Αγίου Σάββα τω 1543. Ο Γερμανός αναβάς εις τον πατριαρχικόν θρόνον, δεινώς μεν υπό ετεροθρήσκων και ετεροδόξων πελεμούμενον, προς μέγιστας δε οικονομικάς δυσχερείας παλαίοντα, πρώτον μεν διοργάνωσε την «Αγιοταφική Αδελφότητα» και στενώς συνέδεσε αυτήν μετά του πατριαρχείου, ώστε να μεριμνά ου μόνον περί των πνευματικών αλλά και περί των υλικών αναγκών του ποιμνίου. Έπειτα δε βλέπων ότι εκ της προηγηθείσης πεντηκονταταετούς επικρατήσεως των Μαμελούκων εν Παλαιστίνη τοιαύτη σύγχυσις και ανωμαλία και δυστυχία εν της εκκλησία των Ιεροσολύμων υπήρχεν, ώστε καιτα ενοριακά και τα επαρχιακά της όρια ήσαν ακαθόριστα και επένετο ο αριός πληθυσμ΄’ος της και γυμνοί πλέον ιερών σκευών και αμφίων ήσαν οι πλείστοι ναοί της, εμερίμνησεν ανενδότως προς καθορισμόν και εξασφάλισιν των ορίων της εκκλησίας, επεχείρησε δε ο ίδιος περιοδείας συλλέγων ελεημοσύνας υπέρ των πτωχών και χάριν επισκευών πλείστων ηρειπωμένων ναών και μονών. Διεξήγαγε μακρούς και δεινούς αγώνας προς τους Λατίνους και τους Αρμενίους, ων οι μεν πρώτοι δια των Μαρωνιτών, οι δε Αρμένιοι δια των Αβησσυνών προσεπάθουν να καταλάβωσι τα διάφορα προσκυνήματα του Αγίου Τάφου, διαθέτοντες δε άφθονο χρήμα και έχοντες την υποστήριξιν των ομοδόξων των βασιλέων ήσαν δυσκαταγώνιστοι. Αλλ’ ο μεγαλεπήβολος και ακατάβλητος γερμανός, προς υποστήριξιν των επί των επί του Αγίου Τάφου αρχαίων δικαιωμάτων της Εκκλησίας του, μετέβη δις εις Κωνσταντινούπολιν και ευγλώτως αναπτύξας τα διακαιώματα ταύτα εις τον Σουλτάνον Σουλεϊμάν τον Β’ (1520-1560) κατόρθωσε να λάβη παρ’ αυτού φιρμάνιον, δι ου ανεγνωρίζετο πλήρης κυριότης των Ελλήνων επί των ιερών προσκυνημάτων. Και επί του διαδόχου δε του Σουλεϊμάν, Σελήμ του Β’ (1520-1566) κατόρθωσε να λάβη παρ’αυτού φιρμάνια υπέρ του Έλληνος Πατριάρχου και της «Αγιοταφικής Αδελφότητος». ‘Ελαβε διάφορα μέτρα κατά των εν τη Παλαιστίνη ανυποτάκτων Σέρβων μοναχών και κατά των σφετεριστών Λατίνων, υφ’ ών δεκαζόμεναι αι επιτίπιοι τουρκικαί αρχαί σκανδαλωδώς επενέβαινον υπέρ αυτών κατά τους προς το πατριαρχείον αγώνας των. Εμερίμνησεν περί των σχέσεων Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και αρχιεπισκοπής Σινά και κατόρθωσε να υπαχθή οριστικώς η αρχιεπισκοπή αύτη εις το κλίμα της Σιωνίτιδος Εκκλησίας. Τω 1566, εξ επιδρομής Βεδούνοων, περιελθούσης της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων εις δεινοτάτηνμ οικοπνομικήν θέσιν, ηναγκάσθη και πάλιν να ζητήση τα ελέη των απανταχού Χριστιανών και εν τη σχετική εγκυκλίω του έγραφε προς τοις άλλοις: ‘ουδεμίνα ανκωχήν ή συμπαθειαν ευρίσκομεν ποθεν, αλλά και αυτόν τον άρτον μετά δακρύων και οιμωγών πολλάκις εσθίομεν’. Ούτω δ’ εκ των διηνεκών κόπων και αγώνων και συχνών και μακρινών περιοδειών εξαντληθείς πλέον, απεσύρθη εκ του θρόνου τω 1579 ο αοίδιμος Γερμανός, όστις υπήγρξε εκ των μεγαλεπηβολωτάτων και δραστηριοτάτων πατριαρχών της καθόλου ορθοδοξίας, ‘όστις μετά την επί του προκατόχου αυτού επελθούσαν βελτίωσιν ηδυνήθη να διαγράψη την εφεξής ιστορικήν πορείαν της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και της Αγιοταφικής Αδελφότητας’, κατά επιφανή ιστορικόν της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, τόσν μεγάλην δ’ εθνικήν υπηρεσίαν προσέφερε δια της οργανώσεως και συνδέσεως της Αγιοταφικής Αδελφότητας και του πατριαρχείου, ώστε ‘άνευ του μεγαλεπήβολου τούτου έργου του Γερμανού περί στενού συνδέσμου του Γένους μετά του Αγίου Τάφου η ιστορία της ορθοδόξου Εκκλησίας των ιεροσλύμων θα έληγε τον δέκατο έκτον αιώνα κατ’ ανθρώπινους υπολογισμούς’, ως γράφει ο αυτός ιστορικός (βλ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου ‘Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσλύμων’ εν Αλεξανδρεία 1910).

Εμμ. Γ. Παντελάκης
(Γυμνασιάρχης)
Ο Γερμανός καταβεβλημένος από τους μακροχρόνιους αγώνες παραιτήθηκε και έβαλε στον θρόνο του πατριαρχείου τον ανεψιό του Σωφρόνιο Δ'. Αποσύρθηκε στην επισκοπή Λύδδης και Ρέμλης, όπου και απεβίωσε.

Monday, February 4, 2008

Νοταράς Χρύσανθος [1663(;), Αράχωβα Κορινθίας - 1731, Ιεροσόλυμα]

Διαβάσαμε για τον πατριάρχη Χρύσανθο στη «ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΥΛΟΥ ΔΡΑΝΔΑΚΗ (ΠΥΡΣΟΥ), Τόμος ΚΔ’, σ. 739:

Χρύσανθος Νοταράς (1707-1731)

«Εκ της μεγάλης οικογενείας Νοταρά της Κορινθίας καταγόμενος, εσπούδασε δαπάναις του θείου του Δοσίθεου πατριάρχου Ιεροσολύμων κατ’ αρχάς εν Kωνσταντινουπόλει, κατόπιν δ’ εν Παταβίω συνεπλήρωσε τας θεολογικάς και φιλολογικάς σπουδάς του, και έπειτα εις Παρισίους εσπούδασε μαθηματικά και αστρονομίαν. Μετά τας σπουδάς του, περιηγηθείς διαφόρους της Ευρώπης πόλεις, εγνώρισε πολλούς σοφούς άνδρας και εν τέλει, μεταβάς εις Ιεροσόλυμα, ενεγράφη εις της Αγιοταφικήν Αδελφότητα. Τω 1702 εχειροτονήθη μητροπολίτης Καισαρείας της εν τη Παλαιστίνη και τω 1707 διεδέχθη εν τω Ιεροσυλιτικώ θρόνω τον αποθανόντα θείον του. Ο Χρύσανθος πρώτον μεν συνεκάλεσε σύνοδον, ήτις επισκοπάς τα ς μητροπόλεις, αρχιεπισκοπάς και επισκοπάς του κλίματος του πατριαραχείου Ιεροσολύμων, έπειτα δε εκανόνισε τας σχέσεις των Αρμενίων και των άλλων ετεροδόξων κατά τας εν τω ναώ της Αναστάσεως τελετάς, έκτισε νοσκομείον εν Ιεροσολύμοις και σχολέιον και ξενώνα χάριν των προσκυνητών εν Ιόπτη, επεσκεύασε και εκαλλώπισε πολλούς ναούς και μοναστήρια. Μεταβάς εις Κωνσταντινούπολιν, υπερεμύνθη μετά σθενους των διακαιωμάτων της Αγιοταφικής Αδελφότητας κατά των αρπακτικών προσπαθειών των Λατίνων, έλαβε περί τα 20 σουλτανικά διατάγματα προς διευθέτησιν…διαφόρων υποθέσεων του θρόνου του, ανακαίνισεν τον τρούλλον του αγίου τάφου και τον ναόν της Αναστάσεως, περιήλθε τας επαρχίας του οικουμενικού θρόνου προς συλλογήν ερράνων υπέρ των αναγκών του Παναγίου Τάφου και έλαβε πλουσίας δωρεάς παρ’ ηγεμόνων. Παραστάς εις την εν της Κωνσταντινουπόλει τω 1722 συγκροτηθείσανβ κατά των λατινικών καινοτομιών σύνοδον, συνέταξε τα πρακτικά αυτής, τω 1725 εν Σμύρνη ευρισκόμενος εξέδωκε καθαίρεσιν του λατινόφρονος πατριάρχου Αντιοχείας Σεραφείμ και προς αυτόν δε τον πάπαν Ιννοκέντιον τον ΙΓ’ (1721-1724) έγραψεν επιστολήν καταγγέλων τους ταράττοντες την ειρήνην των Χριστιανών της Παλαιστίνης Λατίνους καλογήρους, «οίτινες αγωνίζονται τη δοκήσει μεν τάχα προς οικοδομήν ψυχών, τη δ’ αληθεία δια των έργων εις απώλειαν αυτών». Λαμπρύνας δε τον Ιεροσυλιμικόν θρόνον επί 24 έτη, απέθανε τω 1731 και κατέλιποε τα εξής έργα: «Λόγος περί ιεωροσύνης», «Συνταγμάτιον περί των οφικίων της του Χριστού αγίας Εκκλησίας» (εν Βουκουρεστίω 1715), ¨Εισαγωγή εις τα γεωγραφικά και σφαιρικά» (εν παρισίοις 1716), «Διδαχή ωφέλιμος περί μετανοίας και εξομολογήσεως» (εν Βουκουρεστίω 1724), «Ιστορία και περιγραφή της Αγίας Γης και της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ» (εν Βενετία 1728), «Εγχειρίδιον περί της κατ’ εξοχήν υπεροχής της αγίας πόλεως της Ιερουσαλήμ» (εν Βουκουρεστίω 1728), «Τύποι ελληνικών προσηγοριών» (εξεδόθη εν τω 1α’ τόμω της Έλληνικής Βιβλιοθήκης του Φαβρικίου). Ο Χρύσανθος εξέδωκε και το πολυτιμότατον έργον του θείου του Δοσιθέου ¨Περί των εν Ιεροσολύμοις πατριερχευσάντων» μετά προλεγομένων και σημειώσεων (εν Βουκουρεστίω 1715), μετά θάνατον δ’ αυτού εξεδόθησαν υπό του διαδόχου του Μελετίου εν Βενετία 1734 τινές των ομολιών του, άλλαι δ’ αυτού ομιλίαι και πραγματίαι και πάμπολλα επιστολάι είναι εισέτι ανέκδοτοι.

Εμμ. Γ. Παντελάκης


Στο Inrernet κυκλοφορεί επίσης μια μελέτη των Ε. Αμυγδαλάκη και Α. Παρασκευοπούλου για τον πατριάρχη Χρύσανθο Νοταρά. Την αντιγράφομε εδώ για να τη διαβάσουν οι Αραχωβίτες που επιθυμούν να συνδεθούν με την ιστορία τους [Αράχωβα Κορινθίας λεγόταν τότε η μετέπειτα Αράχωβα Φελλόης και νυν Εξοχή Αιγείρας]:

Ιεράρχης, συγγραφέας και θεολόγος, ο Χρύσανθος Νοταράς ανέπτυξε ενεργό δράση στον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο της χριστιανικής Ανατολής επιτυγχάνοντας να επηρεάσει και τις σύγχρονές του πολιτικές εξελίξεις. Διετέλεσε πατριάρχης Ιεροσολύμων για 24 περίπου χρόνια, διάστημα κατά το οποίο εργάστηκε με ζήλο για τα συμφέροντα των Ορθοδόξων και την πνευματική τους πρόοδο.
Καταγόταν από την πλούσια κι επιφανή οικογένεια των Νοταράδων στην Κορινθία. Είχε θείο από την πλευρά της μητέρας του τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο κι αδελφό το Νεόφυτο Νοταρά, μετέπειτα αρχιμανδρίτη κι επίσκοπο του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα. Το κοσμικό του όνομα παραμένει άγνωστο [ΘΗΕ, 1968: 387].
Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του. Πολύ νωρίς τέθηκε -από κοινού με τον αδελφό του Νεόφυτο- υπό την προστασία του θείου του Δοσιθέου, με δαπάνες του οποίου μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για σπουδές. Από το 1681 φοιτεί στην Πατριαρχική Ακαδημία, όπου παρακολουθεί μεταξύ άλλων και μαθήματα αριστοτελικής φιλοσοφίας από τον Σεβαστό Κυμηνίτη [ΘΗΕ, 1968: 387]. Μετά την ολοκλήρωση της εγκύκλιας μάθησής του, το 1684, χειροτονείται ιεροδιάκονος κι αναλαμβάνει να εκτελεί αποστολές για την στήριξη των ορθόδοξων ιερών προσκυνημάτων στα Ιεροσόλυμα και την προάσπιση των συμφερόντων της εκεί χριστιανικής αδελφότητας έναντι των Καθολικών διεκδικητών [ΕΕΕ, 1988: 477].
Έτσι, στα 1686/7 τον συναντάμε να περιοδεύει ως απεσταλμένος του Δοσιθέου στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ενώ από τον Μάιο του 1693 και για τρία περίπου χρόνια βρίσκεται στην Μόσχα. Εκεί, παράλληλα με τη δράση του ως αντιπροσώπου του πατριαρχείου Ιεροσολύμων ενδιαφέρεται για την ίδρυση τυπογραφείου και την αναδιοργάνωση της τοπικής ελληνοσλαβικής σχολής [ΘΗΕ, 1968:387].
Μετά το πέρας της αποστολής του στάλθηκε από το θείο του σε πανεπιστήμια της δυτικής Ευρώπης για σπουδές ανώτερου επιπέδου. Θα μεταβεί αρχικά στη Βιέννη με σκοπό να έρθει σε επαφή με τον εγκατεστημένο εκεί Έλληνα έμπορο Νικόλαο Καραγιάννη κατόπιν συστάσεων του ηγεμόνα της Βλαχίας Κωντσταντίνου Μασαράμπα. Στη συνέχεια με ενδιάμεσο σταθμό τη Βενετία κατευθύνεται προς την Πάδοβα για να εγκατασταθεί τελικά στην πόλη στις αρχές του 1697 [ΘΗΕ, 1968: 387]. Φοιτεί στο Πατάβιο για τρία περίπου χρόνια και παρακολουθεί τις διαλέξεις του Νικολάου Κομνηνού του Παπαδόπουλου, καθηγητή της νομικής, που τότε δίδασκε κυρίως κανονικό δίκαιο. Με τον τελευταίο πρόκειται να συνδεθεί φιλικά, όπως φαίνεται και από το πλήθος των επιστολών που ανταλλάσουν έκτοτε.
Γύρω στα 1700 μεταβαίνει στο Παρίσι για να συνεχίσει τη φοίτησή του στο τοπικό πανεπιστήμιο. Εκεί παράλληλα με τα φιλοσοφικού και θεολογικού περιεχομένου μαθήματα διδάσκεται και μαθηματικά από τον αστρονόμο Ιωάννη-Δομίνικο Κασίνη (Cassini). Κατά την παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα εισέρχεται στον κύκλο των Γάλλων λογίων και γνωρίζεται με τους φιλελεύθερους θεολόγους Dupin και Natalis Alexandre και κυρίως με τον Ιησουϊτη M. Lequien, στον οποίο παρείχε πληροφορίες για την συγγραφή του έργου του Χριστιανική Ανατολή [ΘΗΕ, 1968: 388].
Τον Σεπτέμβριο του 1700 βρίσκεται στη Βλαχία, ενώ τον Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου επισκέπτεται εκ νέου τη Ρωσία για να μεταφέρει στον Μεγάλο Πέτρο τις απόψεις του Δοσιθέου για τη στάση που πρέπει να κρατήσουν οι Ρώσοι έναντι των Τούρκων σχετικά με το ζήτημα των ιερών προσκυνημάτων του Παναγίου Τάφου. Αναχωρεί από την Μόσχα με πλούσια δώρα τον Ιούλιο του 1701 και μέσω Κιέβου κατευθύνεται προς το Βουκουρέστι. Εκεί πρόκειται να αναλάβει για κάποιο διάστημα την εκπαίδευση των παιδιών του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, με τον οποίο ο Χρύσανθος -όπως και ο θείος του- διατηρούσαν στενούς δεσμούς. Τον Απρίλιο του 1702 χειροτονείται από τον Δοσίθεο μητροπολίτης Καισαρείας [ΘΗΕ, 1968: 388].
Κατά την περίοδο 1704-7 διαμένει τον περισσότερο καιρό στην Κωνσταντινούπολη και μετά το θάνατο του Δοσίθεου στις αρχές του Φεβρουαρίου του 1707, τον διαδέχεται στον πατριαρχικό θρόνο των Ιεροσολύμων ύστερα από ομόφωνη απόφαση της ενδημούσας συνόδου [Σάθας, 1868: 432]. Την εκλογή του ακολουθεί διετής σχεδόν περιοδεία του σε Βλαχία και Μολδαβία, όπου διενεργεί εράνους για την ενίσχυση του Παναγίου Τάφου κι επιθεωρεί τις περισσότερες από είκοσι μονές που είχαν παραχωρηθεί στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων.
Προς τα τέλη του 1708 φτάνει στην Παλαιστίνη και τον επόμενο χρόνο συγκαλεί τοπική σύνοδο για να διευθετήσει ζητήματα ιεραρχίας και τάξης στους κόλπους του πατριαρχείου. Από το 1710 έως το 1718 εμπλέκεται σε επίμονες διαπραγματεύσεις διεκδιδώντας για τους Ορθοδόξους τα ιερά προσκυνήματα των Ιεροσολύμων, που από το 1689 κατείχαν οι Καθολικοί. Με την παρέμβαση τρίτων (συγκεκριμένα του Ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Τολστόι και κυρίως του ηγεμόνα της Βλαχίας Α. Μαυροκορδάτου) επιτυγχάνει, τελικά, να αντιταχθεί στα γαλλικά σχέδια με την έκδοση ευνοϊκών για τους Ορθοδόξους σουλτανικών διαταγμάτων [ΘΗΕ, 1968: 388].
Από το 1720 και για τα επόμενα έξι χρόνια διενεργεί περιοδίες σε επαρχίες της Μικράς Ασίας, σε νησιά του Αιγαίου και την Παλαιστίνη συγκεντρώνοντας χρήματα για την κάλυψη των αναγκών της εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Το μεγαλύτερο μέρος των εισφορών δαπανά για την επισκευή του μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη, που είχε καταστραφεί από πυρκαγιά. Παράλληλα συμβάλλει και στον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης του μετοχίου με χειρόγραφους κώδικες, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από τη δική του βιβλιοθήκη [ΕΕΕ, 1988: 477]. Θα συνεχίσει το φιλανθρωπικό του έργο στην Ορθόδοξη Ανατολική Επικράτεια έχοντας εξασφαλίσει συνδρομές πιστών και δωρεές αρχόντων μεταξύ των οποίων ο Ν. Μαυροκορδάτος και ο Γρ. Γκίκας. Χτίζει νοσοκομείο στα Ιεροσόλυμα, σχολείο και ξενώνα στην Ιόππη, επιδιορθώνει και κατασκευάζει ναούς και μοναστήρια, ενώ συστήνει και αστεροσκοπείο στο Γαλατά [Σάθας, 1868: 433].
Συμμετέχει ενεργά στη σύνοδο που συνήλθε το 1722 -ή σύμφωνα με άλλες πηγές το 1724 [ΕΕΕ, 1988: 477]- στην Κωνσταντινούπολη για να αντιμετωπίσει φαινόμενα προσυλητισμού κι αυθαιρεσίας των Λατίνων έναντι των Ορθοδόξων, και συντάσσει τα πρακτικά της [ΜΕΕ, 1926: 739]. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του για την προάσπιση των συμφερόντων των ομοδόξων του εντάσσεται και η καθαίρεση του λατινόφρονα πατριάρχη Αντιοχείας Σεραφείμ, την οποία εξέδωσε στη Σμύρνη το 1725. Για τον ίδιο σκοπό γράφει επιστολή προς τον πάπα Ιννοκέντιο τον ΙΓ΄ (1721-1724) καταγγέλοντας τη δράση των Λατίνων μοναχών στην Παλαιστίνη [ΜΕΕ, 1929: 739].
Το 1727 πραγματοποιεί νέα περιοδεία στη Μολδοβλαχία έως και το 1729, οπότε αρρωσταίνει. Πριν το θάνατό του θα ορίσει διάδοχό του τον τότε μητροπολίτη Καισαρείας, Μελέτιο τον εξ Αίνου. Θα πεθάνει, τελικά, μετά από δυόμισυ περίπου δεκαετίες ενεργού δράσης στον πατριαρχικό θρόνο των Ιεροσολύμων, στις 7 Φεβρουαρίου 1731 [ΕΕΕ, 1988: 477].
Ο Χρύσανθος Νοταράς υπήρξε πολυγραφότατος σε συγγράμματα γεωγραφικού, ιστορικού, μαθηματικού και κυρίως εκκλησιαστικού περιεχομένου. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε ενδεικτικά τα εξής: Εισαγωγή εις τα Γεωγραφικά και Σφαιρικά (Παρίσι, 1716), Ιστορία και Περιγραφή της Αγίας Γης και της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ (Βενετία, 1728), Πίναξ Γεωγραφικός της τε πάλαι και νέας απάσης εγνωσμένης Γης (Παδοβα, 1700) κ.α. Άλλο γνωστό έργο του είναι το Κιταϊα δουλεύουσα, που εξιστορεί πολεμικά γεγονότα στην Κίνα. Το κείμενο αυτό συνέγραψε κατά την πρώτη επίσκεψή του στην Μόσχα στηριζόμενος κυρίως σε πληροφορίες του Ρώσου Νικολάου Σπαθάρη Μιλέσκου, που εργαζόταν τότε στη διπλωματική υπηρεσία του Τσάρου [ΘΗΕ, 1968: 387]. Ακόμη, με δική του επιμέλεια προετοιμάστηκε κι ολοκληρώθηκε το έργο του θείου του Δοσιθέου Ιστορία περί των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων γνωστή και ως Δωδεκάβιβλος, το οποίο εκδόθηκε στο Βουκουρέστι από το 1715 έως το 1723 [ΕΕΕ, 1988: 477]. Από την συγγραφική παραγωγή του Χ. Νοταρά έχουν διασωθεί,επίσης, ανέκδοτα χειρόγραφα κείμενα και πλήθος επιστολών του.

Εργογραφία
Περί ιεροσύνης λόγος εγκωμιαστικός, Βουκουρέστι, 1702
Συνταγμάτιον περί των οφφικίων, κληρικάτων και αρχοντικίων της του Χριστού Αγίας Εκκλησίας και της σημασίας αυτών..., Βουκουρέστι, 1715 και Βενετία, 1778
Εισαγωγή εις τα Γεωγραφικά και Σφαιρικά, Παρίσι, 1716
Διδασκαλία ωφέλιμος περί μετανοίας και εξομολογήσεως,1724
Ιστορία και περιγραφή της Αγίας Γης και της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ, Βενετία, 1728
Εγχειρίδιον περί της κατ΄εξοχήν υπεροχής της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ και του Αγίου και Ζωοδόχου Τάφου του Κυρίου..., Βουκουρέστι, 1728
Πίναξ Γεωγραφικός της τε πάλαι και νέας απάσης εγνωσμένης Γης, Πάδοβα, 1828
Αντίρρησις εις τα όσα κακώς και ψευδώς λέγονται εις το προσκυνητάριον του Αγίου Όρους Σινά, Βενετία, 1732
Κιταϊα δουλεύουσα, ήτοι βιβλίον περιέχον τον πόλεμον, όπου οι Τάταροι της Μπογδόας εσήκωσαν κατά των Σινών, δηλαδή Κιταϊτών... (εκδόθηκε από τον Εμίλ Λεγκράν στη σειρά Biblioteque Gregue Vulgaire III)
Ερμηνεία και καταγραφή του τεταρτημορίου της σφαίρας, (ανέκδοτο)
Προθεωρία εις τους νόμους, (ανέκδοτο)
Διήγησις της αλώσεως Τεμεσβαρίου υπό Τούρκων
Τύποι προσηγοριών ων χρώνται τανύν οι νεώτεροι Έλληνες (εκδόθηκε από τον Φαβρίκιο στην Ελληνική Βιβλιοθήκη, τόμος ΙΑ')
Διασάφησις απλή και σύντομος εις τας παροιμίας του Σολομώντος, συλλεγείσα εκ διαφόρων ερμηνευτών παρά Χρυσάνθου ιεροδιακόνου Ιεροσολυμίτου
Έπη ηρωελεγεία εις Συρίγον και την Αντίρρησιν αυτού

Ε.ΑΜΥΓΔΑΛΑΚΗ Α. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ


Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Αρχιμανδρίτης Κάλλιστος, (1959), ''Ο Πατριάρχης Χρύσανθος [1707-1731]'', Νέα Σιών, σελ.427-435 και 482-496.
[ΕΕΕ=] Eκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, τόμος 9Β, Αθήνα 1988.
[ΗΘΕ=] Ηθική και Θρησκευτική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήνα 1968, τόμος 12.
[ΜΕΕ=] Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 2η έκδοση, Αθήνα 1926.
Σάθας Κ., (1868), Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα.

Sunday, February 3, 2008

Δοσίθεος, πατριάρχης Ιεροσολύμων (1669-1707) Βιογραφικά στοιχεία από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο.

Οι Αραχωβίτες μας ζητάνε να διαβάσουν κάτι για τον Δοσίθεο στα Ελληνικά.
Από την Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «ΠΥΡΣΟΥ» (Τόμος Θ’, σελ. 501-502)
αντιγράφομε το ακόλουθο βιογραφικό σημείωμα για τον πατριάρχη Δοσίθεο:

«Εγεννήθη τη 31 Μαΐου 1641 εν Αραχώβη του δήμου Φελλόης της επαρχίας Καλαβρύτων, εν Πελοποννήσω, υπαγομένης τότε υπό την μητρόπολιν Κορίνθου. Ο πατήρ του Νικόλαος κατήγετο εξ Αραχώβης, η δε μήτηρ του Άννα εκ της παρά την Αράχωβαν Ζεονίκης. Ο μητροπολίτης Κορίνθου Γρηγόριος Γαλανός, ο εξ Αμυκλών, εγένετο ανάδοχος του Δοσιθέου, ο δε πάππος τούτου Γρηγόριος εμόναζε τότε, υπό το όνομα Γερμανός, εν τη παρά την Κόρινθον μονή των Αγίων Αποστόλων. Αμφότεροι δε ούτοι επροστάτευσαν τον Δοσίθεον, εκπαιδευθέντα πιθανώς εν τη ειρημένη μονή. Παραμένουσιν εντελώς άγνωστα τα κατά την νεαράν ηλικίαν και την παίδευσιν του Δοσιθέου, πάντως δε ούτος την ευρυμάθειάν του οφείλει εις προπαίδευσίν τινα και εις τας εφεξής ιδιαιτέρως μελέτας. Εκ των νεωτέρων θεολόγων ειδικήν επίδρασιν ήσκησεν επ’ αυτόν ο Μελέτιος Συρίγος (1664), όν απεθαύμαζε.
Χειροτονηθείς διάκονος υπό του μητροπολίτου Κορίνθου Γρηγορίου, μετέβη τω 1657 εις Κωνσταντινούπολιν προς εύρεσιν θέσεώς τινος, εκεί δε γνωρίσας τον πατριάρχην Ιεροσολύμων Παϊσιον (1645-1660) προσελήφθη έκτοτε εις την υπηρεσίαν της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, μεθ΄ ής αδιασπάστως συνεδέθη. Ευθύς δε από των πρώτων ημερών του νέου σταδίου του υπήρξε μάρτυς των μεγάλων αγώνων, ους διεξήγον οι πατριάρχαι Ιεροσολύμων εναντίον των ετεροδόξων υπέρ των προσκυνημάτων. Ο Παϊσιος, διαβληθείς υπό των Αρμενίων εις τους Τούρκους, συνελήφθη και εφυλακίσθη, ο δε νεαρός διάκονος Δοσίθεος, διαμένων εν τω Αγιοταφικώ μετοχίω, μετέβαινε καθ’ εκάστη εις την φυλακήν προς επίσκεψιν του Παϊσίου, «ανυπόδητος», ως επληροφόρησεν ο ίδιος, «λέγω δε ανυπόδητος, διότι ούτω, τω καιρώ εκείνω, επαιδαγώγουν ημάς οι προεστώτες». Ευτυχήσας ο Δοσίθεος να έχει προεστώτα τον Πατριάρχην Παϊσιον, παρεσκυάσθη υπ’ αυτού εις τους μέλλοντας μεγάλους αγώνας. Ο Παϊσιος απαλλαγείς της αρμενικής διαβολής ανέλαβεν περιοδείαν, ακολουθούμενος υπό του Δοσιθέου, το ύστατον δ’ επανακάμπτων εις Ιεροσόλυμα απέθανε καθ’ Οδόν, τη 2 Δεκεμβρίου 1660, επί των γονάτων του Δοσιθέου. Διάδοχος του Παϊσίου εξελέγη εν τη Κωνσταντινουπόλει ο Σιναϊτης Νεκτάριος 91661-1669), όστις προεβίβασε τον Δοσίθεον εις αρχιδιάκονον και συμπαρέλαβε μεθ’ εαυατού εις περιοδείας προς συλλογήν ερράνων υπέρ του Παναγίου Τάφου, ή και μόνον απέστειλεν αυτόν ως έξαρχον εις περιοδείας, καθ’ άς πολλάκις περιέπεσεν εις χείρας ληστών. Ο Νεκτάριος, μεγάλως εκτιμήσας τον ζήλον και την ικανότητα του Δοσιθέου, εχειροτόνησεν αυτόν πρεσβύτερον και τη 23 Σεπτεμβρίου 1666, μόλις το 25ον έτος της ηλικίας του άγοντα, μητροπολίτην Καισαρείας, ανέθηκε δε εις αυτόν διαφόρους αποστολάς. Μετά τριετίαν ο Νεκτάριος παρητήθη, διάδοχος δ’ αυτού υπό της εν Κωνσταντινουπόλει συνελθούσης συνόδου, τη 23 Ιανουαρίου 1669, εξελέγη ο Δοσίθεος.
Ο Δοσίθεος ανεδείχθη κατά πάντα άξιος του αξιώματος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων, μεγάλην και ένδοξον αναπτύξας δράσιν. Μεταβάς άμα τη εκλογή του εις Ιεροσόλυμα, επελήφθη της αναδιοργανώσεως της Αγιοταφικής Αδελφότητος. Εκδόσας περί αυτής ειδικάς διατάξεις, κατώρθωσε να καταστήση αυτήν ικανήν όπως διεξάγη τους πολυυμνήτους αγώνας υπέρ των προσκυνημάτων της Παλαιστίνης, αλλά ταυτοχρόνως ερρύθμισε και την εσωτερική αυτής ζωής, ήτις έκτοτε φέρει την σφραγίδα του μεγαλοπράγμονος πατριάρχου. Ευρών δε το πατριαρχείον Ιεροσολύμων ο Δοσίθεος βεβαρημένον υπό χρέους, ανέλαβε μακράς περιοδείας ανά τας Ελληνικάς και λοιπάς ορθοδόξους χώρας, εκτελών ταυτοχρόνως έργον ευαγγελιστού και διδασκάλου. Εντεύθεν δε κατέστη πασίγνωστος, απέκτησεν μεγάλο κύρος και προς αυτόν κατέφευγον πάσαι αι Εκκλησίαι προς επίλυσιν μεγάλων εκκλησιαστικών ζητημάτων. Συλλέξας δε ικανά χρήματα κατά τας πρώτας περιοδείας του και αποκτήσας κτήματα εκ δωρεών υπέρ του Παναγίου Τάφου, ου μόνον τα χρέη εκπλήρωσεν, αλλά και προέβη εις ανακαινίσεις των ποοσκυνημάτων. Ούτω δε δι’ αγώνων ανεκδιηγήτων εναντίον των Λατίνων, πα’ ών δις εκινδύνευσεν να δολφονηθή, κατώρθωσεν ο Δοσίθεος ν’ ανοικοδομήση τον ναόν της Βηθλεέμ, του οποίου ετέλεσε τα εγκαίνια τω 1672.
Κατά την εποχήν εκείνη συνεταράσσετο η Ανατολή εκ των προκληθέντων υπό των Λατίνων και των προτεσταντών ζητημάτων, από της εποχής του μεγάλου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Λουκάρεως (1637), επί τη ευκαιρία δε των εγκαινίων του ναού της Βηθλεέμ ο Δοσίθεος συνεκρότησε την πολύκροτον σύνοδον εν Ιεροσολύμοις ήτις εξέδωσε την γνωστήν «Ομολογίαν» του Δοσιθέου, αποτελούσαν σπουδιαότατον συμβολικόν βιβλίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Μετά έν έτος ο εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτής της Γαλλίας κόμις de Nointel εγένετο παραίτιος αιματηρά συγκρούσεως μεταξύ των Ελλήνων και των Λατίνων μοναχών, απεπιεράθη δε να καταλάβη το προσκύνημα της Βηθλεέμ. Ο Δοσίθεος εν Βελιγραδίω τότε ευρισκόμενος διεμαρτυρήθη προς την Τουρκικήν κυβέρνησιν, δια της Θράκης δε και της Μακεδονίας μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν και εκείθεν, κατά Νοέμβριον του 1674, εις Αδιανούπολιν, όπου ευρίσκετο ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ 91648-1687) και ο μέγας Βεζύρης Καρά Μουσταφά πασάς. Ο Δοσίθεος είχεν εκμάθει άριστα την τουρκικήν ως και την αραβικλην γλώσσαν, κατώρθου δε δια των γνωριμιών του και, προ πάντων, δια πλουσίων δώρων προς τους Τούρκους μεγιστάνας να διεξάγει επιτυχώς τους αγώνας του.Εν Ανδιανουπόλει δοιεξήχθη μεγάλη δίκη περί της κυριότητας των προσκυνημάτων, ενίκησε δε ο Δοσίθεος περιφανώς τους Λατίνους αντριδίκους, προστατευομένπους υπό του κόμιτος de Nointel. Ούτος διεμαρτυρήθη μετά την έκβασιν της δίκης, βοηθούμενος και υπό των πρεσβευττών των άλλων λατινικών Δυνάμεων, αλλ’ ο Δοσίθεος, βοηθούμενος και υπό του Μ. Διερμηνέως Παναγιωτάκη Νικουσίου, κατώρθωσε να προκαλέση σουλτανικόν διάταγμα (26 Οκτωβρίου 1675), δι’ ου ανεγνωρίζετο η κυριότης των Ελλήνων επί των προσκυνημάτων. Μετέβη εις Ιερουσαλήμ συνοδευόμενος υπό κυβερνητικού υπαλλήλου προς εφαρμογήν του διατάγματος. Δια πάντα ταύτα ο Δοσίθεος εδαπάνησε περί τας 40.000 γροσίων, κινδυνεύσας δε πάλιν να δολοφονηθή ενηγκάσθη να φύγη εξ Ιερουσαλήμ. Μετέβη εις Βηρυττόν, όππου διέφυγεν νέαν απόπειραν δολοφονίας, περιβληθείς τουρκικήν αμφίεσιν (¨τουρκιστί ημφιεσμένος»).
Διατρέχων δε και πάλιν τας Ελληνικάς χώρας προς συλλογήν βοηθειών υπέρ του Παναγίου Τάφου, ηναγκάζετο συνεχώς να μεταβαίνει ειςνΚωνσταντινούπολιν προς από΄κουσιν των ενεργειών των Λατίνων. Τω 1678 εδαππάνησεν 15000 γροσίων προς απόκρουσιν των ενεργειών των συνησπισμένων πρεσβευτών Αθσυτρίας, Γαλλίας, Βενετίας, Πολωνίας. Μετά τεραετίαν, ευρισκόμενος εν Ηβηρία του Καυκάσου, επληροφορήθη ότι ούτοι δαπανήσαντες 70.000 γροσίων και ψευδή παραστήσαντες έγγραφα, εζήτουν να καταλάβωσιν πάλιν τα προσκυνήματα. Ο Δοσίθεος σπεύσας εις Κωνσταντινούπολιν και Ανδριανούπολιν, τη βοηθεία του νέου Μ. διερμηνέως Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου(1709) κατόρθωσε ν’ αποκρούσει τους Λατίνους. Εν τω μεταξύ κατώρθωσε να εξαγοράσει τα κτήματα της χρεοκοπησάσης Ιβηρικής αδελφότητας του παναγίου Τάφου να επισκευάση αυτά, ν’ αποκτήση εις τα διάφορα κέντρα των ορθοδόξων χωρών μετόχια του Παναγίου Τάφου, να επεκτείνη δε την δράσιν του και μέχρι Ρωσίας, οπόθεν ηρωτάτο περί διαφόρων ζητημάτων και επενέβαινε μετά μεγάλου κύρους. Ήλπιζεν ο Δοσίθεος, ότι ο Μ. Πέτρος της Ρως΄λιας έμελλε να απελευθερώση τους Έλληνας από των Τούρκων, όθεν ανυπολογίστους παρέσχεν εις αυτόν πολιτικάς υπηρεσίας. Αλλά το 1688 εις τον εναντίον της Τουρκίας πόλεμον της Αυστρίας, Πολωνίας και Ενετίας προσετέθη και η Ρωσία, αναλαβούσα δύο εκστρατείας κατά της Κριμαίας. Η Τουρκία ηττηθείσα ευρέθη προ των αξιώσεων της Γαλλίας, ή της εζήτει τα προσκυνήματα του παναγίου Τάφου, άλλως ηπείλει ότι θα προσετίθετο εις τους αντιπάλους της Τουρκίας. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ καθαιρεθείς αντικατεσυτάθη υπό του Σουλεϊμάν Β (1687-1691) εφονεύθη δε ο φίλος του Δοσίθεου Μ. βεζύρης. Και κατ’ αρχάς μεν ο νέος σουλτάνος και ο νέος Μ. βεζύρης Κιοπρουλή Ζαέ Μουσταφά πασάς εφάνησαν ευνοϊκοί προς τους Έλληνας, αλλά ο Γάλλος πρεσβευτής Castagneres de Chateaunef, δαπανήσας άφθονα χρήματα και χρησιμοποιήσας την στενάχωρον θέσιν της Τουρκίας, κατώρθωσε κατ’ Απ΄ριλιον του 1689 ν’ αποσπάση σουλτανικόν φορμάνιον, δι’ ου παρεχωρούντο εις τους Λατίνους μοναχούς τςη Ιερουσαλήμ θόλοι τινές και αψίδες εν τω ναώ της Αναστάσεως , η Αποκαθήλωσις, το ήμισυ του Γολγοθά, το δικαίωμα του λειτουργείν επί του Άγίου Τάφου, το εν βηθλεέμ Σπήλαιον της Γεννήσεως μετά των κλειδών.
Το γεγονός τούτο οι μεν Λατίνοι εχαιρέτισαν ως θρίαμβον, οι δε ορθόδοξοι ως μεγίστην απώλειαν. Αλλ’ ο Δοσίθεος, παρ’ όλην την θλίψιν ήν ησθάνθη, κατώρθωσε να διατηρήση την ψυχραιμίαν του, εξέδωκεν δε και ειδικήν εγκλυκλιον προς το Ελληνικόν Έθνος συνιστών εγκαρτέρησιν και παρέχων την ελπίδαν περί ανακτήσεως των προσκυνημάτων. Χωρίς να παύση την άλλως αξιοθαύμαστον δράσιν του, την ίδρυσιν των σχοελίων εν Μόσχα και αλλαχού και τρυπογραφείων, την έκδοσιν ογκωδεστάτων τόμων περιεχόντων αρχαία συγγράμματα, και χωρίς να παύση τας διαρκείς περιοδείας του, όλην την προσοχήν του εφεξής είχεν εντεταμένην εις το ζήτημα της ανακτήσεως των Αγίων Τόπων. Τόμον δε ολόκληρον δύναται ν’ αποτελέση η αφήγησις των σχετικών ενεργειών του. Και δεν ηυτύχησεν μεν ν’ ανακτήση τα ιερά προσκυνήματα, αλλά κατώρθωσεν να προλάβη την εν αυτοίς επέκτασιν των Λατίνων, τη βοηθεία και του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου. Τη 7η Φεβρουαρίου 1707, μόλις καταφθάσας το 66 έτος της ηλικίας του, απεβίωσεν ο μέγας πατριάρχης εν τω εν Κωνσταντινουπόλει Αγιοταφικώ μετοχίω.
Τριάκοντα και οκτώ έτη χρηματίσας πατριάρχης Ιεροσολύμων ο Δοσίθεος, ουδέ δύο ολόκληρα έτη δι’εμεινεν εν Ιεροσολύμοις, τετράκις μόνον μεταβάς εκέι (1971, 1675, 1678, 1683). Και την μεν πρώτην φοράν ανωκοδόμησε τον ναόν της Βηθλεέμ, την δευτέραν την μονήν της αγίας Θέκλης, την τρίτην την μονή του προφήτη Ηλιού, την τετάρτην την μονήν του αγίου Σάββα. Διαρκώς αγωνιζόμενος υπέρ του Παναγίου Τάφου και περιοδεύων ανέπτυξε μεγίστην δράσιν εν τη καθ΄’ολου ορθοδόξω Εκκλησία, ταύτην δ’ ενίσχυσε δια των πολυτίμων συγγραμμάτων, άτινα εδημοσίευσε και άτινα εστρέφοντο ιδίως εναντίον της λατινικής Εκκλησίας.
Μεταξύ τούτων εξέχει η αντιρρητική τριλογία, ¨Τόμος καταλλαγής» (1692), «Τόμος αγάπης» (1698), «Τόμος χαράς» (1705). Έτερα συγγράμματα εξέδωκεν τα εξής: «Νεκταρίοιυ Ιεροσολύμων προς τας προσκομισθείσας θέσεις Περί της αρχής του πάπα¨(1682), «Συμεών Θεσσαλονίκης κατά αιρέσεων» (1683), «Μαξίμου Πελοποννησίου Εγχειρίδιον κατά του σχίσματος των παπιστών» (1690). «Μελετίου Συρίγου κατά των καλβινικών κεφαλαίων και ερωτήσεων Κυρίλλου του Λουκάρεως Αντίρρησις και Δοσιθέου πατριάρχου Ιεροσύμων κατά της καλβινικής φρενοβλαβείας» (1690), «Ακολουθίαι της Οσίας Παρασκευής της Νέας και του οσίου πατρός ημών Γρηγορίου του Κεκαπολίτου άμα και των προερτίων της εν τω ναώ εισόδου της υπεραγίας θεοτόκου» (1692), «Ορθόδοξος ομολογία της πίστεως της καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας της Ανατολής και Έκθεσις περί των τριών μεγίστων αρετών: Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης» (1669). Το δε πολύκροτον και περισπούδαστον σύγγραμμα αυτού «Περί των Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων» (1715) εδημοσιεύθη υπό του διαδόχου του Χρυσάνθου. Ο Δοσίθεος είχε παρασκευάσει και άλλα συγγράμματα προς έκδοσιν, οίον την «Συναγωγήν νόμων», την «Ιστορίαν της επσικοπής Σινά», τόμους δε ολοκλήρου αποτελεί η ιδιατέρα αυτού αλληλογραφία σωζομένη εν τω αρχείω του πατριαρχείου Ιεροσολύμων.

Βιβλιογραφία
Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, αρχιμ: Δοσίθεος πατριάρχης Ιεροσολύμων, εν Ιεροσολύμοις 1907-,
Του αυτού, Ιστορία της Εκκλησία των Ιεροσολύμων, εν Ιεροσολύμοις και Αλεξανδρε’ια 1910, σελ. 532-605. – ,
A. Palmieri, Dositheo Patriarcha Greco di Gerusalemme, Firenze 1909».


Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος